Το κείμενο (30ΜΒ):
- http://rapidshare.com/files/321615166/20synedrioO.pdf
- http://www.scribd.com/document_downloads/24175576?extension=pdf
και ένα απόσπασμα εισαγωγικό για την έκθεση από το βιβλίο “ο Άγνωστος Στάλιν” των αδελφών Μεντβέντιεφ :
———
ΤΟ 20ό ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΟΥ ΚΚΣΕ: ΠΡΟΕΟΡΤΙΑ ΚΑΙ ΜΕΘΕΟΡΤΙΑ (κεφ.4o “ο Άγνωστος Στάλιν” εκδ.Καστανιώτη)
Pόι Μεντβέντιεφ
Η απόρρητη ομιλία
Το Φεβρουάριο του 1956, το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ επισήμως είχε ήδη ολοκληρώσει τις εργασίες του όταν οι αντιπρόσωποι κλήθηκαν να επιστρέψουν στη Μεγάλη Αίθουσα του Κρεμλίνου για μια επιπλέον «κλειστή» συνεδρίαση, για την οποία μοιράστηκαν ειδικές άδειες εισόδου σε όσους επελέγησαν να συμμετάσχουν. Οι δημοσιογράφοι και οι προσκεκλημένοι από τα αδελφά κομμουνιστικά κόμματα αποκλείστηκαν. Ο Χρουστσόφ ενέκρινε προσωπικά τον κατάλογο των περίπου 100 -πρόσφατα απελευθερωμένων και αποκαταστημένων- πρώην μελών του Κόμματος που είχαν προσκληθεί να παρακολουθήσουν τη συνεδρίαση. Ο Μπουλγκάνιν, πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου, άνοιξε τη συνεδρίαση, παραχωρώντας αμέσως το βήμα στον Χρουστσόφ. Για το σύνολο σχεδόν των αντιπροσώπων που βρίσκονταν στην αίθουσα, ακόμα και ο τίτλος της έκθεσης του Χρουστσόφ φαινόταν παράξενος και εντελώς αναπάντεχος: «Για την προσωπολατρία και τις επιπτώσεις της». Οι εμβρόντητοι αντιπρόσωποι και οι προσκεκλημένοι ειδικά για την περίσταση βετεράνοι του Κόμματος άκουγαν τον Χρουστσόφ μέσα σε μια σιωπή γεμάτη κατάπληξη, και μόνο περιστασιακά τον διέκοπταν με επιφωνήματα έκπληξης ή αγανάκτησης. Αρκετοί ένιωσαν αδιαθεσία και χρειάστηκε να τους συνοδεύσουν ή να τους μεταφέρουν έξω από την αίθουσα.
Ο Χρουστσόφ δήλωσε ευθύς εξαρχής ότι δεν είχε πρόθεση να συζητήσει τα χαρίσματα ή τα επιτεύγματα του Στάλιν, για τα οποία είχαν ήδη γραφτεί τόσα πολλά. Θα επικεντρωνόταν σε φαινόμενα που μόνο πρόσφατα είχαν έρθει στο φως από το Πρεζίντιουμ και μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν άγνωστα στο Κόμμα. Ξεκίνησε με μια ανασκόπηση της σύγκρουσης ανάμεσα στον Λένιν και τον Στάλιν, που έλαβε χώρα τους τελευταίους μήνες της ζωής του Λένιν και η οποία τον οδήγησε να προτείνει την απομάκρυνση του Στάλιν -τον οποίο κατηγορούσε ως υπερβολικά αγενή, ιδιότροπο και δόλιο- από τη θέση του γενικού γραμματέα. Ο Χρουστσόφ μίλησε για τις ασαφείς συνθήκες που περιέβαλαν τη δολοφονία του Κίροφ και παρουσίασε στοιχεία που υπαινίσσονταν σαφέστατα πιθανή εμπλοκή του Στάλιν. Συνέχισε περιγράφοντας τις παράνομες εκστρατείες μαζικής καταστολής, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν με την έγκριση του Στάλιν, και τα απάνθρωπα βασανιστήρια που υπέστησαν κρατούμενοι, μεταξύ των οποίων και άνθρωποι που μέχρι πριν από λίγο ήταν μέλη του Πολιτμπιρό· λίγο πριν πεθάνουν έγραφαν στον Στάλιν, που διάβαζε τις επιστολές τους αλλά αγνοούσε τις ικεσίες τους. Εν μέσω κραυγών αγανάκτησης, ο Χρουστσόφ ανέφερε ότι ο Στάλιν είχε εξοντώσει περισσότερους από τους μισούς αντιπροσώπους στο 17ο Συνέδριο του Κόμματος, το οποίο ήταν γνωστό -τι ειρωνεία!- ως «το συνέδριο των νικητών»· επιπλέον, πάνω από τα δύο τρίτα των μελών της Κεντρικής Επιτροπής που είχε εκλέξει εκείνο το συνέδριο είχαν επίσης εξολοθρευτεί. Ο Χρουστσόφ κατηγόρησε τον Στάλιν για σκανδαλώδη λάθη στα προπολεμικά χρόνια και του επιτέθηκε για την εξόντωση των καλύτερων αξιωματικών του στρατού και του ναυτικού. Ο Στάλιν ήταν υπεύθυνος για τις ήττες του Κόκκινου Στρατού την περίοδο 1941-42 που οδήγησαν στην κατοχή μεγάλων τμημάτων του σοβιετικού εδάφους. Στα χρόνια του πολέμου, ο Στάλιν ήταν εκείνος που διέταξε να εκτοπιστούν οι Καλμούκοι, οι Καρατσάι, οι Τσετσένοι, οι Ινγκουσέτιοι και άλλοι λαοί από τη γη τους. Μετά τον πόλεμο, μέλη του Κόμματος στο Λένινγκραντ έπεσαν θύματα παράνομης καταστολής και αρκετά μέλη της Κεντρικής Επιτροπής εκτελέστηκαν. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ο Στάλιν προετοίμαζε νέα κατασταλτικά μέτρα, ενώ στελέχη του μεγέθους των Μόλοτοφ, Μικογιάν, Καγκανόβιτς και Βοροσίλοφ τέθηκαν με δραστικό τρόπο στο περιθώριο και αποκλείστηκαν από την ηγεσία. Ο Χρουστσόφ κήρυξε τον Στάλιν σε με-γάλο βαθμό υπεύθυνο για την κρίσιμη κατάσταση της σοβιετικής γεωργίας και για σοβαρά σφάλματα στην κατεύθυνση της εξωτερικής πολιτικής. Ενθάρρυνε την ανάπτυξη της λατρείας προς το πρόσωπο του, πλαστογράφησε την ιστορία του Κόμματος και είχε εισαγάγει προσωπικά στην ίδια του τη βιογραφία ολόκληρες σελίδες εξωφρενικών επαίνων.
Σε αυτή την κλειστή συνεδρίαση δεν κρατήθηκαν στενογραφημένα πρακτικά ούτε επιτράπηκε διάλογος μετά την έκθεση του Χρουστσόφ. Οι αντιπρόσωποι βγήκαν από την αίθουσα σε μια κατάσταση σύγχυσης. Η τελική απόφαση του 20ού Συνεδρίου, που εγκρίθηκε ομόφωνα αλλά δεν δημοσιεύτηκε παρά αρκετούς μήνες αργότερα, δήλωνε ότι το συνέδριο είχε επικροτήσει την έκθεση του Χρουστσόφ και είχε εξουσιοδοτήσει την Κεντρική Επιτροπή «να λάβει με αποφασιστικό τρόπο μέτρα που θα διασφαλίζουν την πλήρη εξάλειψη της λατρείας του ατόμου, η οποία είναι ξένη προς το μαρξισμό-λενινισμό, και την ακύρωση των συνεπειών της από κάθε πλευρά κομματικής, κυβερνητικής και ιδεολογικής δραστηριότητας». Τελικά, το απόγευμα της 25ης Φεβρουαρίου του 1956, οι αντιπρόσωποι από τα ξένα κομμουνιστικά κόμματα προσκλήθηκαν στο Κρεμλίνο όπου τους δόθηκε η ευκαιρία να ρίξουν μια ματιά στην έκθεση του Χρουστσόφ, αφού προηγουμένως προειδοποιήθηκαν ότι επρόκειτο για ένα ντοκουμέντο άκρως απόρρητο.
Ωστόσο, η ομιλία του Χρουστσόφ δεν παρέμεινε για πολύ καιρό απόρρητη· στην πραγματικότητα, ο ίδιος ο Χρουστσόφ δεν έκανε και μεγάλη προσπάθεια να εμποδίσει την αποκάλυψη του περιεχομένου της. Την 1η Μαρτίου το κείμενο της ομιλίας, με λίγες ασήμαντες συντακτικές διορθώσεις, διανεμήθηκε στους ανώτερους αξιωματούχους της Κεντρικής Επιτροπής και στις 5 Μαρτίου η σφραγίδα «άκρως απόρρητο», που υπήρχε στην μπροστινή σελίδα, αντικαταστάθηκε από την πιο ήπια «όχι προς δημοσίευση». Το τυπογραφείο της Κεντρικής Επιτροπής εκτύπωσε αμέσως αρκετές χιλιάδες αντίγραφα της έκθεσης, σε μορφή μιας μπροσούρας με κόκκινο εξώφυλλο, τα οποία κατόπιν διανεμήθηκαν σε όλες τις κομματικές επιτροπές περιφερειών, πόλεων και περιοχών απ’ άκρου εις άκρον της Σοβιετικής Ένωσης. Σύμφωνα με σύστάση της Κεντρικής Επιτροπής, η έκθεση του Χρουστσόφ διαβάστηκε δημόσια σε χιλιάδες συνεδριάσεις που πραγματοποιήθηκαν σε ολόκληρη τη χώρα από τις οργανώσεις του Κόμματος και της Κομσομόλ, στις οποίες συμμετείχαν τόσο μέλη τους όσο και εξωκομματικοί ακτιβιστές.
Πόσο καλά θυμάμαι εκείνες τις μέρες! Εκείνη την εποχή ήμουν διευθυντής ενός μικρού επαρχιακού σχολείου κοντά στο Λένινγκραντ και ξαφνικά ήρθε η εντολή: μου είπαν να συγκεντρώσω όλους τους δασκάλους, στις 4:00 μ.μ. της επόμενης μέρας, στη λέσχη ενός τουβλάδικου που βρισκόταν κοντά μας. Είχαν έρθει και πολλοί εργάτες από το εργοστάσιο αλλά και διευθυντές από το τοπικό κολχόζ και σοβχόζ. Μόνο μια μειονότητα από τους παρόντες ήταν μέλη του Κόμματος. Τη συνάντηση άνοιξε ένα μέλος της κομματικής επιτροπής της περιοχής. Μας είπε ότι θα διάβαζε δημόσια το πλήρες κείμενο μιας απόρρητης έκθεσης που παρουσίασε ο ΝΣ. Χρουστσόφ στο 20ό Συνέδριο του Κόμματος, αλλά μετά δεν θα υπήρχαν ούτε ερωτήσεις ούτε διάλογος. Δεν μας επιτράπηκε να κρατήσουμε σημειώσεις. Ύστερα, άρχισε να διαβάζει από μια μικρή μπροσούρα και συνέχισε για αρκετές ώρες. Ακούγαμε με τεταμένη την προσοχή μας και μέσα σε απόλυτη σιωπή, σχεδόν τρομοκρατημένοι. Διάβασε την τελευταία πρόταση, και για αρκετή ώρα εξακολουθούσε να μην ακούγεται ήχος μέσα στην αίθουσα. Μετά, φύγαμε όλοι σιωπηλοί.
Σε μερικά μέρη η αντίδραση στο άκουσμα της ομιλίας δεν ήταν τόσο ήρεμη. Σε μια σειρά από συναντήσεις οι ακροατές αξίωσαν να γίνει συζήτηση. Άνθρωποι από διάφορα μέρη της χώρας γύρισαν στο σπίτι τους και αυτοκτόνησαν. Ο Γεβγκένι Φρολόφ, οργανωτικός υπεύθυνος του Κόμματος στο Καμοννίστ, ένας άνθρωπος του οποίου η ιστορία ήταν περίπλοκη και αντιφατική, διάβασε το κείμενο σε μια κομματική συνάντηση και κατόπιν κλειδώθηκε στο γραφείο του, όπου μέχρι το πρωί είχε ετοιμάσει δύο αντίγραφα ολόκληρης της έκθεσης. Είχε αποφασίσει να γράψει ένα βιβλίο για τον Στάλιν, που θα βασιζόταν στις αποκαλύψεις του Χρουστσόφ. Στη Γεωργία, η έκθεση του Χρουστσόφ διαβάστηκε στις 6 Μαρτίου σε μια επίλεκτη ομάδα από την κομματική και κυβερνητική ηγεσία. Ωστόσο, οι φήμες σχετικά με αυτή εί-χαν ήδη κυκλοφορήσει ευρέως, ιδιαίτερα ανάμεσα στους νέους, και ορισμένα κομμάτια της γεωργιανής κοινωνίας είχαν ξεσηκωθεί αγανακτισμένα. Στις 5 Μαρτίου πραγματοποιήθηκε διαδήλωση στο μνημείο του Στάλιν, στην όχθη του ποταμού Κούρα, στο κέντρο της Τιφλίδας, για να τιμηθεί η τρίτη επέτειος από το θάνατο του Στάλιν. Η διαδήλωση συνεχίστηκε την 6η και την 7η Μαρτίου και, καθώς η γενική ένταση μεγάλωνε, άρχισαν να διασπείρονται στην πόλη παράλογοι ψίθυροι, ενώ ο αριθμός των διαδηλωτών ογκώθηκε στις 70.000. Στις 8 Μαρτίου πολλά καταστήματα και ιδρύματα δεν λειτουργούσαν πια, και μπαίνοντας η 9η Μαρτίου η πόλη έμοιαζε πλέον εκτός ελέγχου. Ανάμεσα στα παραδοσιακά συνθήματα που απέδιδαν φόρο τιμής στον Λένιν και τον Στάλιν μπορούσε κανείς να ακούσει ανοιχτές επικλήσεις στον γεωργιανό εθνικισμό. Τη νύχτα της 10ης Μαρτίου, στη διάρκεια της προσπάθειας να καταληφθεί το Κεντρικό Ταχυδρομείο, ακούστηκαν οι πρώτοι πυροβολισμοί. Στο κέντρο της πόλης εμφανίστηκαν οδοφράγματα και άρχισαν συγκρούσεις με στρατιώτες και αστυνομικούς μπροστά στην έδρα της κυβέρνησης, στην πλατεία Λένιν, καθώς και σε άλλα σημεία της πόλης. Ο στρατός, η αστυνομία και η ΚαΓκεΜπέ σύντομα επανέκτησαν τον πλήρη έλεγχο, παρόλο που συνεχίζονταν σποραδικές απόπειρες να οργανωθούν διαδηλώσεις. Ακόμα και οι επίσημοι του γεωργιανού Μι-ΒεΝτέ παραδέχτηκαν ότι τη νύχτα της 10ης Μαρτίου σκοτώθηκαν στην Τιφλίδα δεκαπέντε άτομα και τραυματίστηκαν πενήντα τέσσερα.1 Ανεπίσημα, όμως, πιστεύεται ότι ο αριθμός των νεκρών έφτασε κάπου μεταξύ των 250 και 300, ενώ τραυματίστηκαν τουλάχιστον 1.000 άτομα. Αρκετές εκατοντάδες άνθρωποι που συμμετείχαν στις διαδηλώσεις, συνελήφθησαν. Είναι πρακτικά αδύνατο να ελέγξει κανείς αυτούς τους αριθμούς αφού πολλούς από τους τραυματίες, ή ίσως ακόμα και από τους νεκρούς, τους πήραν οι συγγενείς τους και τους νοσήλευσαν ή τους έθαψαν κρυφά.
Στον σοβιετικό Τύπο δεν έγινε απολύτως καμία αναφορά στα γεγονότα της Γεωργίας, όπως δεν υπήρξε και κανένας έντυπος διάλογος για το θέμα του Στάλιν. Παρόλο που το 20ό Συνέδριο του Κόμματος δεν είχε καμία επίδραση στις εξωστρεφείς τελετουργίες του κράτους, του Κόμματος ή οποιουδήποτε άλλου δημόσιου σώματος, το γεγονός αυτό θα μπορούσε να δημιουργήσει μια παραπλανητική εντύπωση. Καθώς το κράτος μας ήταν θεμελιωμένο στην ιδεολογία, μάλλον, παρά στην εθνική ή ιστορική παράδοση, η ισχύς του κράτους συνδεόταν στενά με την ευρωστία της ιδεολογίας· όλο αυτό το οικοδόμημα δεν επιβίωνε μόνο χάρη σε κατασταλτικές μεθόδους. Το 20ό Συνέδριο, όμως, επέφερε σημαντικό πλήγμα στα δόγματα του μαρξισμού-λενινισμού. Αρκετά μεγάλα τμήματα αυτής της ιδεολογίας κατέρρευσαν, τα θεμέλια του οικοδομήματος εξασθένησαν, και άρχισε σιγά σιγά να γέρνει σαν τον Πύργο της Πίζας. Το 20ό Συνέδριο έδρασε σαν βόμβα νετρονίου: η έκρηξη επηρέασε τους ανθρώπους αλλά άφησε φαινομενικά ανέπαφες τις δομές. Μια τεράστια αλλαγή πραγματοποιήθηκε στη χώρα, η οποία όμως έγινε πάνω απ’ όλα αισθητή στις καρδιές και στα μυαλά και τις συνειδήσεις των ανθρώπων. Κάποιοι πανηγύρισαν που ήρθε στο φως η αλήθεια· τους έδωσε την ελπίδα ότι η ζωή τους θα βελτιωνόταν, ότι οι βασανισμένοι φίλοι και συγγενείς τους θα επέστρεφαν και ότι όσους είχαν πεθάνει τους περίμενε, αν μη τι άλλο, η αποκατάσταση. Άλλοι προβληματίστηκαν πολύ. Οι φυλακισμένοι ήταν καταχαρούμενοι με την ιδέα της άμεσης απελευθέρωσης τους, υπήρχαν όμως και πολλοί άνθρωποι που ένιωθαν ανησυχία και φόβο για ό,τι θα μπορούσε να επακολουθήσει.
Πριν από το συνέδριο
Το 20ό Συνέδριο αποτέλεσε τεράστιο σοκ για τους αντιπροσώπους, για όλα τα μέλη του ΚΚΣΕ, για όλους τους πολίτες της χώρας που μέχρι τα τέλη του Φεβρουαρίου ή του Μαρτίου είχαν ακούσει την ομιλία. Στους έκπληκτους ξένους παρατηρητές, ειδικούς και πολιτικούς δόθηκε η δυνατότητα να δουν το κείμενο της «απόρρητης ομιλίας», η οποία σύντομα έφτασε στη Δύση μέσα από διάφορους διαύλους. Σύμφωνα με αρκετές εκτιμήσεις, μοναδικός υπεύθυνος για την ομιλία ήταν ο Χρουστσόφ και η ομιλία αποτελούσε μέρος του αγώνα για την εξουσία που βρισκόταν εν εξελίξει στο εσωτερικό του Πρεζίντιουμ. Είναι αλήθεια πως για τους Σοβιετικούς πολίτες το 20ό Συνέδριο έχει συνδεθεί στενά με το όνομα του Χρουστσόφ, στην πραγματικότητα όμως η ομιλία του δεν ήταν ούτε αιφνιδιαστική προσωπική πρωτοβουλία ούτε αυτοσχεδιασμός. Πριν συγκληθεί το 20ό Συνέδριο είχαν πραγματοποιηθεί στο παρασκήνιο διάφορες συναντήσεις, συζητήσεις και λογομαχίες που είχαν ως συνέπεια σκληρές πολιτικές μάχες. Στο χώρο αυτό μπορώ να αναφερθώ σε λίγα, μόνο, από τα σχετικά συμβάντα.
Από ιατρική άποψη, ο θάνατος του Στάλιν στις 5 Μαρτίου του 1953 μόνο αναπάντεχος δεν ήταν: κάποια ανησυχητικά συμπτώματα που έδειχναν επιδείνωση της υγείας του υπήρχαν ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’40, αλλά ο Στάλιν σχεδόν ποτέ δεν έκανε τις κατάλληλες ιατρικές εξετάσεις και σπανίως επιζητούσε βοήθεια από τους γιατρούς. Όμως, καμία πολιτική προετοιμασία και καμία συζήτηση δεν είχε γίνει σχετικά με τις διευθετήσεις που απαιτούσε αυτό το ενδεχόμενο· δεν υπήρχε κανένας μηχανισμός για την αντιμετώπιση της κατάστασης ούτε είχε οριστεί κανένας προφανής κληρονόμος. Ο Στάλιν συνήθιζε να αλλάζει τους ευνοούμενους του και υπάρχουν κάποιες ενδείξεις που υποδηλώνουν ότι το φθινόπωρο του 1952 είχε αρχίσει να σκέφτεται τον Σούσλοφ ως πιθανό διάδοχο του, γεγονός που ασφαλώς δεν βόλευε τα παλαιά μέλη του Πολιτμπιρό. Όσο ο Στάλιν βρισκόταν εν ζωή δεν υπήρχε καμία ευκαιρία να συζητηθεί το θέμα, εφόσον τα μέλη του Πρεζίντιουμ δεν συναντιόντουσαν σχεδόν ποτέ έξω από τα γεύματα και τα δείπνα που παρέθετε ο Στάλιν, μετά τα οποία έφευγαν για το διαμέρισμα ή το σπίτι τους. Μπόρεσαν τελικά να συζητήσουν ιδιαιτέρως μεταξύ τους από τη στιγμή που ο Στάλιν είχε εξαφανιστεί από το προσκήνιο και έτσι δημιουργήθηκε η πρώτη τριανδρία, όπως περιγράφηκε παραπάνω.
Το ολοκληρωτικό σύστημα αναπτύχθηκε βαθμιαία, φτάνοντας στο απόγειο του μετά τον πόλεμο, και βασιζόταν στην ολοκληρωτική και απόλυτη εξουσία ενός ανδρός – του Στάλιν. Για μεγάλο αριθμό ζητημάτων, που είχαν σχέση με το στρατό ή τη στρατιωτική βιομηχανία, τα σωφρονιστικά όργανα ή το σύστημα του γκουλάγκ, αποφάσιζε αποκλειστικά και μόνο ο Στάλιν, και σε κανέναν από τους συνεργάτες του δεν επιτρεπόταν να παρέμβει.Επίσης μονομερείς αποφάσεις αλλά με λιγότερο προφανή τρόπο έπαιρνε για ορισμένες από τις γιγαντιαίες επιχειρήσεις που κατασκευάστηκαν μετά τον πόλεμο καθώς και για ολόκληρο το σύστημα κατασκευής πυρηνικών όπλων. Πολλά ζητήματα εξωτερικής πολιτικής επίσης τα αντιμετώπιζε προσωπικά ο Στάλιν. Συσκεπτόταν πράγματι με τους σχετικούς υπουργούς για θέματα εξωτερικού εμπορίου, δημοσίων οικονομικών και συναλλάγματος, αλλά κανένα μέλος του Πολιτμπιρό και κανένας αναπληρωτής πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου δεν είχε το δικαίωμα να παρέμβει απρόσκλητος σε οποιοδήποτε πεδίο της ζωής της χώρας είχε υπό τον έλεγχο του το ίδιο το αφεντικό. Έτσι, οι τρεις άνδρες που ανέλαβαν επικεφαλής της χώρας μετά το θάνατο του Στάλιν βρέθηκαν αντιμέτωποι με προβλήματα και ζητήματα που αποτελούσαν μια απόλυτη έκπληξη γι’ αυτούς. Στο σύστημα δεν υπήρχε διαφάνεια, ακόμα και για τους πιο υψηλόβαθμους παίκτες, και το γεγονός αυτό αποτελούσε εξίσου πηγή απόλυτης εξουσίας για τον Στάλιν όσο και η χρήση της τρομοκρατίας ή η προσωπολατρία.
Έτσι, μόνο ο Μπέρια γνώριζε για το σύστημα του γκουλάγκ και είχε υπόψη του κάποια πράγματα για την παραγωγή πυρηνικών όπλων. Ακόμα όμως κι αυτά τα συστήματα ήταν διαιρεμένα σε πολλούς τομείς, οι επικεφαλής των οποίων αναφέρονταν αποκλειστικά στον Στάλιν. Το 1945, το -ενιαίο μέχρι τότε- Κομισαριάτο της ΝιΚαΒεΝτέ διαιρέθηκε στα δύο (τη ΝιΚαΒεΝτέ και τη ΝιΚαΓκεΜπέ), και ήταν δουλειά του Μπέρια, ως αναπληρωτή προέδρου του Σοβναρκόμ, να επιβλέπει και τα δύο κομισαριάτα καθώς και αρκετά ακόμα σχετικά τμήματα. Ωστόσο, αρκετοί από τους κομισάριους (που το 1946 έγιναν «υπουργοί»), καθώς και ορισμένα άλλα άτομα που κατείχαν υψηλές θέσεις, είχαν άμεση πρόσβαση στον Στάλιν και έπαιρναν εντολές μόνο από αυτόν. Το 1948 ο Μπέρια έχασε σχεδόν κάθε έλεγχο στα όργανα κρατικής ασφαλείας της χώρας, και ορισμένα από τα κατασταλτικά μέτρα που εφάρμοζε εκείνη την εποχή το ΜιΓκεΜπέ αποτελούσαν μια πραγματική απειλή προσωπικά γι’ αυτόν. Ο Μπέρια ούτε είχε ποτέ έλεγχο του στρατού ούτε προσπάθησε ποτέ να αποκτήσει. Οι γνώσεις του Μαλενκόφ για το σύστημα διακυβέρνησης ήταν ακό-μα πιο περιορισμένες. Για μεγάλο μέρος της καριέρας του ασχολιόταν με την οργανωτική δουλειά μέσα στον κομματικό μηχανισμό και με τον ιδεολογικό τομέα, παρόλο που από καιρού εις καιρόν τον καλούσαν να αντιμετωπίσει δυσκολίες που προέκυπταν αλλού – στην αεροπορική βιομηχανία, για παράδειγμα, ή στη γεωργία. Ανάμεσα στα ηγετικά στελέχη του κόμματος, ο Χρουστσόφ εθεωρείτο ειδικός στα ζητήματα γεωργίας, είχε όμως και την εμπειρία της διακυβέρνησης μιας μεγάλης δημοκρατίας, της Ουκρανίας. Ήταν εκείνος που είχε τους καλύτερους δεσμούς με την ανώτατη ηγεσία του στρατού, και ο στενός του φίλος Νικολάι Μπουλγκάνιν ήταν υπουργός Άμυνας. Γνώριζε όλους σχεδόν τους ηγέτες των περιφερειών και των δημοκρατιών της χώρας, αλλά δεν ήξερε σχεδόν τίποτα σχετικά με τη διάταξη ή την οργάνωση των στρατιωτικών και πυρηνικών εργοστασίων στις ανατολικές περιοχές της ΕΣΣΔ ή με το σύστημα του γκουλάγκ. Τίποτα τέτοιο δεν υπήρξε ποτέ στην Ουκρανία.
Ολόκληρο το σύστημα της ολοκληρωτικής δικτατορίας στηριζόταν στον ένα και μοναδικό ηγέτη, ο οποίος δεν μπορούσε να έχει αναπληρωτή. Το γεγονός αυτό επέτρεπε στον Στάλιν να κρατάει με σιδερένιο χέρι την απόλυτη εξουσία ακόμα και από μία από τις κατοικίες του στο νότο, κοντά στο Σότσι ή στην Αμπχαζία, όπου περνούσε τόσο μεγάλο μέρος του χρόνου του την τελευταία περίοδο της ζωής του. Επομένως, η μάχη για την εξουσία εντός της τριανδρίας ήταν αναπόφευκτη, και κάθε μέλος της νέας ηγεσίας, μαζί με τους συμμάχους του, παρακολουθούσε με τη μεγαλύτερη προσοχή κάθε κίνηση ή δήλωση οποιουδήποτε άλλου από τα υπόλοιπα. Είναι χαρακτηριστικό ότι κανένας από το τρίο δεν σήκωσε τη σημαία του Στάλιν ούτε έταξε να συνεχίσει το έργο του και να ακολουθήσει τις πολιτικές του. Ο Μαλενκόφ και ο Μπέρια έθεσαν, στο πλαίσιο ενός στενού κύκλου, το ζήτημα της ανάγκης να ξεπεραστεί η «προσωπολατρία». Υπάρχουν καινούργια, αποχαρακτηρισμένα ντοκουμέντα που δείχνουν ότι στην πραγματικότητα ο Μπέρια ήταν εκείνος που πρώτος μίλησε καθαρά εναντίον της λατρείας του Στάλιν, με τρόπο πιο έντονο και συνεπή τόσο από τον Μαλενκόφ όσο και από τον Χρουστσόφ.
Κάποιες προσεκτικές αποκαταστάσεις ξεκίνησαν αμέσως μετά την κηδεία του Στάλιν, και το πρώτο άτομο που απελευθερώθηκε ήταν πιθανόν η Πολίνα Ζεμτσούζινα, η σύζυγος του Μόλοτοφ. Πολλά μέλη της ηγεσίας είχαν στενούς συγγενείς ή φίλους στη φυλακή και ο Μπέρια δεν είχε πρόθεση να συνεχίσει να τους κρατά μέσα – ούτε όμως είχε και τη δυνατότητα για κάτι τέτοιο. Εν πάση περιπτώσει, βρισκόταν και ο ίδιος σε παρόμοια δύσκολη κατάσταση με κάποιους από τους δικούς του προσωπικούς συνεργάτες. Ανάμεσα σε εκείνους που αποκαταστάθηκαν και απελευθερώθηκαν ήταν και η νύφη του Χρουστσόφ – χήρα του μεγάλου του γιου, ενός πιλότου που είχε χαθεί επιστρέφοντας από μια αποστολή κάπου πάνω από τις κατεχόμενες περιοχές. Καθώς το αεροπλάνο του δεν βρέθηκε ποτέ, ο Λεονίντ Χρουστσόφ καταγράφηκε στους αγνοούμενους, κάτι που εκείνα τα χρόνια εθεωρείτο ισοδύναμο της προδοσίας και οδηγούσε τις οικογένειες των προδοτών στη σύλληψη και την εξορία στην ανατολή. Ο Λάζαρ Καγκανόβιτς άρχισε να πιέζει για την αποκατάσταση του αδελφού του, Μιχαήλ Καγκανόβιτς, πρώην υπουργού Αεροπορικής Βιομηχανίας που κατηγορήθηκε για σαμποτάζ και αυτοκτόνησε. Ο ίδιος ο Μπέρια έθεσε σύντομα τέλος στη «μινγκρελιανή υπόθεση», στη Γεωργία, που είχε ως αποτέλεσμα να συλληφθούν οι υποστηρικτές και τα πρωτοπαλίκαρα του στο Κόμμα και στα όργανα ασφαλείας. Εξίσου επείγον γι’ αυτόν ήταν να τερματιστούν οι διαδικασίες που αφορούσαν την υπόθεση της «συνωμοσίας των γιατρών»· μαζί με τους πολλούς γιατρούς, που εργάζονταν στον ιατρικό μηχανισμό του Κρεμλίνου, είχαν συλληφθεί και πολλοί αξιωματούχοι του ΜιΓκε-Μπέ. Μέσα σε ένα μήνα από το θάνατο του Στάλιν, δημοσιεύτηκε σε όλες τις κεντρικές εφημερίδες ένα σύντομο ρεπορτάζ που τράβηξε την προσοχή των έκπληκτων αναγνωστών: ανακοίνωνε ότι όλοι αυτοί οι διακεκριμένοι γιατροί είχαν συλληφθεί εσφαλμένα, ότι η επιχείρηση στο σύνολο της είχε πραγματοποιηθεί με παράνομο τρόπο από το «πρώην ΜιΓκεΜπέ» και ότι, για να εξασφαλιστούν οι «απαραίτητες» ομολογίες, το ΜιΓκεΜπέ είχε «εφαρμόσει μεθόδους έρευνας που ήταν ανεπίτρεπτες και απαγορεύονταν αυστηρά από τον σοβιετικό νόμο». Ένα κύριο άρθρο στην Πράβντα ανήγγειλε την αποκατάσταση του «διαπρεπούς Σοβιετικού ηθοποιού Μίχελς» και αναφερόταν στις προσπάθειες «προβοκατόρων μέσα στο πρώην ΜιΓκεΜπέ» να πυροδοτήσουν εθνικές διχόνοιες στη χώρα.
Μέχρι το τέλος Απριλίου, πάνω από χίλιοι άνθρωποι είχαν βγει από τη φυλακή – όλοι τους σχεδόν κατείχαν μέχρι πρόσφατα υψηλές θέσεις στην κυβερνητική ή στην κομματική ιεραρχία. Ανάμεσα τους, μια μεγάλη ομάδα στρατηγών και ναυάρχων που είχαν συλληφθεί και καταδικαστεί με διάφορες κατηγορίες μετά τον πόλεμο και τώρα πια τους αποκαθιστούσαν χάρη στην επιμονή του στρατάρχη Ζούκοφ. Ο Ζούκοφ, με την υποστήριξη του Χρουστσόφ, είχε αναλάβει πρόσφατα πρώτος αναπληρωτής υπουργός Αμυνας και στην πραγματικότητα είχε υπό τον έλεγχο του τις ένοπλες δυνάμεις της Σοβιετικής Ένωσης. Μετά τη σύλληψη του Μπέρια, το καλοκαίρι του 1953, και την κατοπινή δίκη και εκτέλεση του μαζί με τη «συμμορία» του, η διαδικασία των αποκαταστάσεων επιταχύνθηκε και συμπεριέλαβε πολλές χιλιάδες κομματικών και κρατικών αξιωματούχων που είχαν πέσει θύματα της μεταπολεμικής καταστολής. Οι πρώτες καταδίκες που ακυρώθηκαν ήταν εκείνες που αφορούσαν την «υπόθεση του Λένινγκραντ»: τη διετία 1949-50, χιλιάδες κομματικοί και κρατικοί αξιωματούχοι είχαν συλληφθεί στο Λένινγκραντ και στη Μόσχα, κατηγορούμενοι για «σεπαρατισμό» και «εθνικισμό»· ανάμεσα τους, το μέλος του Πολιτμπιρό Νικολάι Βοζνεσένσκι και ο γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής Αλεξέι Κουζνετσόφ. Πολλοί από τους κατηγορούμενους είχαν δουλέψει στο Λένινγκραντ στα χρόνια του πολέμου και είχαν διακριθεί κατά τη διάρκεια της πολιορκίας. Η αντισημιτική εκστρατεία εναντίον του «άρριζου κοσμοπολιτισμού» σταμάτησε αφού είχε αφήσει πίσω της πολλά θύματα, ενώ το ίδιο συνέβη και με άλλες καμπάνιες τρομοκρατίας μικρότερης κλίμακας. Οι αρχές, ανταποκρινόμενες στις προσφυγές μεμονωμένων ατόμων, άρχισαν να αναθεωρούν υποθέσεις και κατηγορίες από την προπολεμική περίοδο. Επιζήσαντες, που είχαν σταλεί στα στρατόπεδα τη δεκαετία του 1930, άρχισαν να εμφανίζονται στη Μόσχα.
Ο Τύπος δεν παρουσίαζε σχεδόν καθόλου πληροφορίες για τις αποκαταστάσεις ή για τους ανθρώπους που επέστρεφαν στις οικογένειες τους. Εκείνοι όμως που απελευθερώνονταν περιέγραφαν τις εμπειρίες τους σε φίλους και συγγενείς. Την περίοδο 1953-54, διάφορες επιτροπές έπαιρναν συλλογικές αποφάσεις για κάθε περίπτωση, ύστερα από λεπτομερή εξέταση των στοιχείων. Από το Μάρτιο του 1953 μέχρι τα τέλη του 1954 πραγματοποιήθηκαν συνεδριάσεις της Κεντρικής Επιτροπής, της Εισαγγελίας, του Ανώτατου Δικαστηρίου, ακόμα και των οργάνων κρατικής ασφαλείας σε διάφορα επίπεδα, με σκοπό να εξετάσουν έγγραφα και να ακούσουν τις καταθέσεις μαρτύρων και φυλακισμένων που απαιτούσαν αποκατάσταση. Μερικές φορές η Εισαγγελία καλούσε τους κατήγορους να τεκμηριώσουν τις αρχικές τους καταγγελίες. Οι διαδικασίες των εφέσεων προχωρούσαν με βραδύ ρυθμό, αλλά μέχρι το τέλος του 1954 είχαν αποκατασταθεί περισσότεροι από 10.000 πρόσφατοι κρατούμενοι, κυρίως πρώην ανώτεροι αξιωματούχοι. Έγιναν επίσης πολλές μεταθανάτιες αποκαταστάσεις. Οι πιέσεις προς την κομματική ηγεσία για επιτάχυνση των διαδικασιών αυξάνονταν σε όλα τα επίπεδα του Κόμματος και του κράτους υποβάλλονταν εκατοντάδες χιλιάδες αιτήσεις για αποκατάσταση, και γινόταν όλο και πιο δύσκολο να αγνοήσει κανείς αυτό τον ατέλειωτο χείμαρρο των ντοκουμέντων. Σχεδόν κάθε αποκατάσταση, και συγκεκριμένα κάθε περίπτωση κρατουμένου που απελευθερωνόταν από τα στρατόπεδα, επηρέαζε τους φυλακισμένους που παρέμεναν πίσω. Οι διοικητές των στρατοπέδων, οι οποίοι προηγουμένως είχαν απεριόριστη εξουσία πάνω στους έγκλειστους, άρχισαν να αισθάνονται εξαιρετικά ανήσυχοι. Εξακολουθούσαν να υπάρχουν χιλιάδες στρατόπεδα στη χώρα και ο Χρουστσόφ και τα υπόλοιπα μέλη της κομματικής ηγεσίας έπρεπε να καταλήξουν σε κάποια απόφαση για τους φυλακισμένους. Η καθυστέρηση ήταν επικίνδυνη, καθώς ήδη από το 1954 ένα κύμα από απεργίες και διαμαρτυρίες σάρωνε τα στρατόπεδα του βορρά. Το 1955 υπήρξαν μεμονωμένες εξεγέρσεις σε αρκετά από τα μεγαλύτερα στρατόπεδα, μεταξύ των οποίων και η πιο γνωστή μεγάλη εξέγερση στο Κενγκίρ, που περιέγραψε ο Σολζενίτσιν και η οποία κατεστάλη βάρβαρα από μονάδες τεθωρακισμένων. Ωστόσο, εκείνη την εποχή ήταν πια αδύνατο να χαλιναγωγηθεί η εξάπλωση της εχθρικής διάθεσης που αναπτυσσόταν ανάμεσα στους φυλακισμένους και η όλο και μεγαλύτερη ένταση μέσα στα στρατόπεδα. Τίποτα σχετικά με αυτά τα γεγονότα δεν γινόταν γνωστό ούτε στη Σοβιετική Ένωση ούτε στο εξωτερικό, αλλά στα ανώτατα κλιμάκια της σοβιετικής ηγεσίας υπήρχε πλήρης επίγνωση της ασταθούς κατάστασης και η ανησυχία αυξανόταν διαρκώς.
Το Δεκέμβριο του 1954 έγινε μια δίκη-θέαμα στο Λένινγκραντ, μια πόλη που είχε βιώσει εξαιρετικά κτηνώδη κύματα καταστολής τόσο πριν όσο και μετά τον πόλεμο. Κατηγορούμενοι ήταν ο πρώην υπουργός Κρατικής Ασφαλείας, Βίκτορ Αμπακούμοφ, και ο επικεφαλής του τμήματος ερευνών του ΜιΓκεΜπέ υποστράτηγος Α.Γκ. Λεόνοφ, μαζί με μια ομάδα στρατηγών του υπουργείου. Η δίκη πραγματοποιήθηκε στη Λέσχη Αξιωματικών της πόλης και την παρακολούθησαν εκ περιτροπής χιλιάδες εργαζόμενοι από το Κόμμα και την Κομσομόλ. Σε πολλούς συγγενείς ανθρώπων που είχαν χαθεί στη διάρκεια της «υπόθεσης του Λένινγκραντ», καθώς και σε μια σειρά από εξέχοντα άτομα, δόθηκε άδεια να παρακολουθήσουν τις συνεδριάσεις του δικαστηρίου. Ο Τύπος όμως δημοσίευσε μόνο μια πολύ σύντομη ανασκόπηση της δίκης, αφού είχε εκφωνηθεί η ετυμηγορία. Οι ποινές ήταν σκληρές – οι περισσότεροι από τους πρώην στρατηγούς του ΜιΓκεΜπέ εκτελέστηκαν. Παρόμοιες δίκες πραγματοποιήθηκαν στο Μπακού και στην Τιφλίδα. Ανάμεσα στους κατηγορούμενους δεν ήταν μόνο στρατηγοί της κρατικής ασφάλειας αλλά και ο ηγέτης του Κόμματος στο Αζερμπαϊτζάν, Μιρ Μπαγκίροφ, προστατευόμενος και παλιός φίλος του Στάλιν αλλά και του Μπέρια. Παρόλο που η υπόθεση συζητήθηκε ευρέως, δεν εμφανίστηκε τίποτα στον Τύπο ούτε υπήρξε κάποια δημόσια εξήγηση για το γεγονός.
Στο μεταξύ ορίστηκε το επόμενο (το 20ό) Συνέδριο του Κόμματος, για το Φεβρουάριο του 1956. Προφανώς θα ήταν δύσκολο να πραγματοποιηθεί το συνέδριο χωρίς να ειπωθεί τίποτα για την καταστολή των δεκαετιών του ’30, του ’40 και του ’50. Γύρω στα μέσα του 1955 αποκαταστάθηκε ένας μεγάλος αριθμός μελών της Κεντρικής Επιτροπής, καθώς και λίγοι πρώην κομισάριοι, στρατηγοί και στρατάρχες. Αποκαταστάθηκαν επίσης δεκάδες ήρωες του εμφυλίου πολέμου και εκατοντάδες διακεκριμένοι συγγραφείς, καλλιτέχνες και διανοούμενοι. Ήταν ακόμα δυνατόν να παραμένει κανείς απλώς σιωπηλός ή να μιλά για «λάθη»; Το Πρεζί-ντιουμ αποφάσισε να ορίσει μια ειδική επιτροπή για να μελετήσει τη μαζική καταστολή τακτικών και αναπληρωματικών μελών της Κεντρικής Επιτροπής που είχε εκλεγεί στο 17ο Συνέδριο, το 1934, καθώς και άλλων Σοβιετικών πολιτών που είχαν συλληφθεί μεταξύ 1935 και 1940. Η επιτροπή έκανε γρήγορα τη δουλειά της και στις αρχές του 1956 ο πρόεδρος της, Πιοτρ Ποσπέλοφ, γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής, παρουσίασε στο Πρεζίντιουμ την έκθεση του που ανερχόταν σε εβδομήντα τυπωμένες σελίδες. Η αναφορά όχι μόνο παραδεχόταν την ύπαρξη παράνομων μέτρων μαζικής καταστολής, αλλά και υποδήλωνε άμεση ευθύνη του Στάλιν γι’ αυτά. Τα μέλη του Πρεζίντιουμ σοκαρίστηκαν ιδιαίτερα μαθαίνοντας ότι περισσότερα από τα δύο τρίτα των μελών της Κεντρικής Επιτροπής που είχε εκλεγεί στο 17ο Συνέδριο του Κόμματος εξοντώθηκαν με διαταγή του Στάλιν, όπως συνέβη και με πάνω από τους μισούς αντιπροσώπους σε αυτό το «συνέδριο των νικητών», μεταξύ των οποίων δεν υπήρχε σχεδόν κανένα πρώην μέλος της αντιπολίτευσης των αποκαλούμενων «τροτσκιστών» ή «μπουχαρινικών». Δεν θα μπορούσε εύκολα να αγνοήσει κανείς αυτούς τους αριθμούς- η συζήτηση μέσα στο Πρεζίντιουμ επικεντρώθηκε τώρα στο τι μορφή θα έπρεπε να πάρουν οι αποκαλύψεις και ποιος θα ήταν ο καλύτερος τρόπος να παρουσιαστούν οι πληροφορίες για την παράνομη καταστολή.
Το Φεβρουάριο του 1956 το θέμα αυτό συζητήθηκε και πέρα από τα στενά όρια του Πρεζίντιουμ, σε ορισμένες ομάδες της Κεντρικής Επιτροπής και του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Εκφράστηκαν πολλές και διάφορες απόψεις. Όπως θα μπορούσε κανείς να περιμένει, οι πιο διστακτικοί από την ηγεσία ήταν ο Μόλοτοφ, ο Βοροσίλοφ και ο Καγκανόβιτς. Για πολλά χρόνια εμπλέκονταν σε βάθος στην καταστολή και υπήρχαν πολυάριθμα ντοκουμέντα που περιείχαν οδηγίες τους για εκτελέσεις κατηγορουμένων. Ο Χρουστσόφ επέμενε περισσότερο, με την υποστήριξη των Μικογιάν, Μπουλγκάνιν, Ζούκοφ, Αρίστοφ, Σαμπούροφ και Σεπίλοφ. Ο πρόεδρος της ΚαΓκεΜπέ, Ιβάν Σερόφ, επίσης στάθηκε στο πλευρό του Χρουστσόφ, παρά το γεγονός ότι είχε άμεση συμμετοχή σε πολλές πράξεις καταστολής. Δούλευε όμως παρά πολύ καιρό μαζί με τον Χρουστσόφ και αποτελούσε βασικό μέλος της ομάδας του. Επιπλέον, ως στρατιωτικός, μπορούσε να επικαλεστεί ότι απλώς ακολουθούσε διαταγές. Τελικά, δεν υπήρξε σημαντική αντιδικία ως προς την έκθεση που έπρεπε να παρουσιαστεί.
Ανάμεσα στους θρύλους που έχουν δημιουργηθεί γύρω από όλο αυτό το επεισόδιο, υπάρχει και ο ισχυρισμός ότι ο Χρουστσόφ είχε προετοιμάσει την έκθεση του μέσα σε απόλυτη μυστικότητα, χωρίς να πληροφορήσει τα υπόλοιπα μέλη του Πρεζίντιουμ. Στην πραγματικότητα, η ομιλία του βασίστηκε στο υλικό του Ποσπέ-λοφ· κατόπιν, με τη βοήθεια του Ντμίτρι Σεπίλοφ, την επεξέτεινε σε σημαντικό βαθμό ώστε να συμπεριλάβει τα χρόνια του πολέμου και την καταστολή της μεταπολεμικής εποχής. Αποφασίστηκε η έκθεση να διαβαστεί σε κλειστή σύνοδο του συνεδρίου, αφού είχε ολοκληρωθεί η εκλογή της νέας Κεντρικής Επιτροπής. Όλα τα μέλη του Πρεζίντιουμ και οι γραμματείς της Κεντρικής Επιτροπής έλαβαν το κείμενο το πρωί της 23ης Φεβρουαρίου, λίγοι όμως αντέδρασαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο ή πρότειναν αλλαγές.2 Στις 25 Φεβρουαρίου, τη στιγμή που οι απλοί αντιπρόσωποι άκουγαν τον Χρουστσόφ με φρίκη και ανησυχία, με αμηχανία και φόβο, τα μέλη του Πρεζίντιουμ που κάθονταν στην εξέδρα με ανέκφραστα πρόσωπα γνώριζαν ήδη με ακρίβεια τι περιελάμβανε η ομιλία.
Τα μεθεόρτια
Η ομιλία του Χρουστσόφ είχε τεράστια, αντιφατική με μια έννοια, επίδραση στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Μερικά κομμουνιστικά κόμματα καλωσόρισαν την ομιλία (π.χ. της Ιταλίας), ενώ άλλα την υποδέχτηκαν με αποδοκιμασία που μόλις μπορούσαν να κρύψουν. Οι πιο δυσαρεστημένοι ήταν οι ηγέτες του κινεζικού κόμματος. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, στη Γαλλία και σε άλλες χώρες όπου το υλικό του 20ού Συνεδρίου συζητήθηκε δημόσια, μεγάλος αριθμός απλών μελών εγκατέλειψε το Κομμουνιστικό Κόμμα. Όπως γνωρίζουμε, το 20ό Συνέδριο έδρασε ως ερέθισμα για τις ταραχές στην Πολωνία, το φθινόπωρο του 1956, και για την ουγγρική εξέγερση στη Βουδαπέστη, τον Οκτώβριο και το Νοέμβριο του ίδιου χρόνου, παρόλο που και άλλοι παράγοντες έπαιξαν επίσης το ρόλο τους.
Πολλά έχουν γραφτεί για τις διεθνείς συνέπειες του 20ού Συνεδρίου- το πρώτο βιβλίο που πραγματευόταν την επίδραση που είχε η μυστική ομιλία στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα εμφανίστηκε το 1958. Ωστόσο, λίγοι έχουν μελετήσει τον αντίκτυπο του 20ού Συνεδρίου στην κοινωνία της Σοβιετικής Ένωσης καθώς και στο ΚΚΣΕ και στην ιδεολογία του. Θα μπορούσε να δοθεί η εντύπωση ότι εκείνος που επηρεάστηκε λιγότερο από την ομιλία του Χρουστσόφ ήταν ο σοβιετικός λαός. Αυτή η εντύπωση όμως, ακόμα κι αν εν μέρει ισχύει, εντούτοις είναι μάλλον παραπλανητική. Ένας τεράστιος, πραγματικά βαθύς μετασχηματισμός είχε ξεκινήσει, παρόλο που τα αποτελέσματα του έγιναν ορατά μόνο βαθμιαία. Ήταν μια διαδικασία που άρχισε να εκτυλίσσεται στη διάρκεια των επόμενων ετών, των επόμενων δεκαετιών μάλλον, και κατέληξε να αποκαλείται «η γραμμή του 20ού Συνεδρίου». Εδώ, θα συζητήσω μόνο μερικά επεισόδια που συνδέονταν στενά με την περίοδο του ίδιου του συνεδρίου.
Κατά τη διάρκεια των συνεδριάσεων των κομματικών μελών και των στελεχών που πραγματοποιήθηκαν το Μάρτιο, ασφαλώς δεν ήταν πάντοτε εφικτό να αποφευχθεί η συζήτηση για την ομιλία του Χρουστσόφ ή οι προσπάθειες να επεκταθεί η κριτική της προσωπολατρίας και των εγκλημάτων της εποχής του Στάλιν. Ένα ειδικό απόρρητο πληροφοριακό δελτίο της Κεντρικής Επιτροπής προς τις κατώτερες κομματικές οργανώσεις περιείχε την ανασκόπηση μιας διήμερης κομματικής συνεδρίασης στο εργαστήριο θερμομηχανικής της Ακαδημίας Επιστημών, στις 23 και 25 Μαρτίου, όπου αρκετοί ερευνητές μίλησαν για τον εκφυλισμό του Κόμματος και του καθεστώτος και επέκριναν τη δικτατορία μιας μικρής ομάδας της ηγεσίας- άλλοι είπαν ότι η προσωπολατρία του Στάλιν είχε αντικατασταθεί από μια παρόμοια προσωπολατρία του Χρουστσόφ, ότι η Σοβιετική Ένωση όδευε προς το φασισμό και ότι ήταν αναγκαίο να δοθούν όπλα στο λαό. Όσοι τα είπαν αυτά διαγράφηκαν από το Κόμμα και απολύθηκαν από τη θέση τους. Οι καταγγελίες γι’ αυτές τις ξεκάθαρες παρατηρήσεις και συνομιλίες έφταναν στην Κεντρική Επιτροπή μέσω της ΚαΓκεΜπέ, προερχό-μενες από διάφορες πόλεις, από το Κίεβο, το Τσκάλοφ (σημερινό Όρενμπουργκ), το Νότιο Σαχαλίνσκ και αλλού. Στο πλαίσιο της μοσχοβίτικης διανόησης ήταν γνωστό ότι στην κομματική συνεδρίαση της Ένωσης Συγγραφέων είχαν γίνει ομιλίες, λιγότερο ριζοσπαστικές ίσως, αλλά εξίσου επώδυνες για την Κεντρική Επιτροπή. Πολλοί συγγραφείς είχαν μιλήσει για τη δύσκολη κατάσταση που πέρασε η λογοτεχνία τα χρόνια της προσωπολατρίας και αναφέρθηκαν στα παράνομα κατασταλτικά μέτρα εναντίον συγγραφέων, μεταξύ των οποίων και διαπρεπείς μορφές της ρωσικής και σοβιετικής λογοτεχνίας. Ο εβδομηντάχρονος συγγραφέας Π.Α. Μπλιάχιν, κομματικό μέλος από το 1903, είπε σε εκείνη τη συνεδρίαση:
Η διαθήκη και οι αρχές του Λένιν έχουν ποδοπατηθεί και ακόμα δεν έχουν αποκατασταθεί. Η εποχή του Στάλιν κατάφερε ένα πλήγμα στην αδελφοσύνη των λαών, στη σοσιαλιστική νομιμότητα. Περίπου επτά με οκτώ χιλιάδες άνθρωποι έχουν αποκατασταθεί μέχρι σήμερα. Τα λόγια του Χρουστσόφ σχετικά με τον αριθμό των φυλακισμένων άφησαν μια αλγεινή εντύπωση. Πόσοι αθώοι άνθρωποι εξακολουθούν ακόμα να λιώνουν στη φυλακή; Είναι απαραίτητο να γίνει μια μαζική αποκατάσταση. Η μοναδική εγγύηση για να μην επαναληφθεί ό.τι συνέβη με τον Στάλιν, είναι ένα λενινιστικό κόμμα και μια σοβιετική δημοκρατία.3
Ο Χρουστσόφ μίλησε ο ίδιος σε πολλές συνεδριάσεις κομματικών στελεχών, τόσο στη Μόσχα όσο και στο Λένινγκραντ. Δεν φαινόταν να ντρέπεται να παραδεχτεί ότι γνώριζε πολλές από τις αισχρές διαδικασίες που εφαρμόζονταν επί Στάλιν αλλά φοβόταν να εκφράσει οποιαδήποτε διαφωνία ή διαμαρτυρία. Σε μια από αυτές τις συναντήσεις, κάποιος από την αίθουσα έστειλε στον Χρουστσόφ το παρακάτω σημείωμα: «Πώς μπόρεσες εσύ, ένα μέλος του Πολιτμπιρό, να επιτρέψεις να συμβούν τέτοια φριχτά εγκλήματα στη χώρα μας;» Ο Χρουστσόφ διάβασε με δυνατή φωνή το μήνυμα και μετά είπε: «Το σημείωμα αυτό είναι ανυπόγραφο. Όποιος το ‘γραψε, να σηκωθεί όρθιος!» Κανένας δεν σηκώθηκε. «Εκείνος που το έγραψε, φοβάται», είπε ο Χρουστσόφ. «Αυτό ακριβώς συνέβαινε και σ’ εμάς με τον Στάλιν». Προφανώς η απάντηση έλεγε μέρος μόνο της αλήθειας, αλλά ήταν ειλικρινής. Αλλα μέλη του Πρεζίντιουμ δυσκολεύονταν περισσότερο να αντιμετωπίσουν τέτοια ερωτήματα – ειδικά εκείνα που αποτελούσαν μέρος του στενού κύκλου του Στάλιν από τα μέσα της δεκαετίας του ’20, πολύ πριν από τον Χρουστσόφ. Η δική τους υποστήριξη ήταν εκείνη που επέτρεψε στον Στάλιν να συσσωρεύσει την εξουσία του. Έτσι, χωρίς να έχουν καμία δυνατότητα να ισχυριστούν ότι ήταν απλώς και μόνο σιωπηλοί παρατηρητές, ήταν σαφές πως ήταν συνένοχοι στα πολλά εγκλήματα του καθεστώτος. Ο Χρουστσόφ, βέβαια, μόνο σιωπηλός μάρτυρας δεν ήταν στη Μόσχα ή στην Ουκρανία. Εκείνη τη στιγμή όμως βρισκόταν στην εξουσία, είχε υπό τον έλεγχο του το Κόμμα και τα όργανα ασφαλείας και ήλπιζε ότι θα μπορούσε να ενισχύσει αυτή την εξουσία μετά το 20ό Συνέδριο. Μια τέτοια ελπίδα δεν μπορούσαν να τη συμμερίζονται ο Μόλοτοφ, ο Βοροσίλοφ, ο Καγκανόβιτς ή ο Μαλενκόφ.
Τα μεσαία και κατώτερα στελέχη του Κόμματος, που είχαν άμεση επαφή με τα απλά μέλη, βίωναν παρόμοιες, επώδυνες πολιτικές και ψυχολογικές δυσκολίες. Όσοι δούλευαν στον ιδεολογικό μηχανισμό του Κόμματος ή στον κομματικό Τύπο πολλές φορές δεν είχαν ιδέα τι να κάνουν, τι να πουν, πώς να εξηγήσουν τα γεγονότα του παρελθόντος. Στελέχη αλλά και πολλά απλά μέλη του Κόμματος δεν κατάφεραν να προσαρμοστούν στην καινούργια ιδεβλογική πλατφόρμα ή να αποδεχτούν τη «γραμμή του 20ού Συνεδρίου». Προέκυπτε η ανάγκη να προωθηθούν νέοι άνθρωποι, για να αντικαταστήσουν μεγάλο μέρος από τα κομματικά στελέχη. Μια τέτοιου τύπου ανανέωση πράγματι συνέβη σε μερικές περιπτώσεις, αλλά ήταν η εξαίρεση μάλλον παρά ο κανόνας. Επίσης εξαιρετικά χολωμένα ήταν τα ανώτερα στελέχη της ηγεσίας του στρατού· η λατρεία του Στάλιν ήταν ιδιαίτερα ισχυρή ανάμεσα στους στρατηγούς και τους στρατάρχες που είχαν προαχθεί στη διάρκεια του πολέμου. Ο Χρουστσόφ βρισκόταν κάτω από όλο και μεγαλύτερη πίεση και δεν ήταν πάντα σε θέση να την αναχαιτίσει.
Μέχρι τον Απρίλιο και το Μάιο του 1956, είχαν καταπνιγεί πολλές απόπειρες να επεκταθεί η διερεύνηση της προσωπολατρίας του Στάλιν. Ένας Παλαιός Μπολσεβίκος που σε μια κόμμα-τική συνδιάσκεψη καταδίκασε με δριμύτητα τα εγκλήματα του Στάλιν, μερικές μέρες αργότερα διαγράφηκε από το Κόμμα. Όταν ένας καθηγητής του μαρξισμού-λενινισμού σε κάποιο τεχνολογικό ινστιτούτο προσπάθησε να θίξει κάποιες από τις αιτίες που δημιούργησαν την προσωπολατρία, κλήθηκε στην κομματική Επιτροπή Πόλης της Μόσχας και δέχτηκε αυστηρή επίπληξη. Τα νέα σχετικά με αυτό το συμβάν κυκλοφόρησαν και σύντομα έφτασαν σε όλες τις περιφερειακές κομματικές επιτροπές. Η Πράβντα ανατύπωσε χωρίς σχολιασμό ένα άρθρο από τη βασική εφημερίδα της Κίνας, τη Λαϊκή Ημερησία, που υποστήριζε ότι τα επιτεύγματα του Στάλιν ήταν πολύ μεγαλύτερα από τα λάθη του και ότι ακόμα και πολλά από τα λάθη του ήταν χρήσιμα διότι εμπλούτιζαν την «ιστορική εμπειρία της δικτατορίας του προλεταριάτου». Στους κύκλους του Κόμματος κυκλοφορούσε ότι συγγραφέας αυτού του άρθρου ήταν ο ίδιος ο Μάο Τσε-Τουνγκ. Στις 30 Ιουνίου 1956 η Κεντρική Επιτροπή υιοθέτησε μια απόφαση με τίτλο «Για το ξεπέρασμα της προσωπολατρίας και των συνεπειών της», που δημοσιεύτηκε σε όλες τις εφημερίδες. Η απόφαση αυτή, τόσο σε μορφή όσο και σε περιεχόμενο, αποτελούσε οπισθοχώρηση από την ομιλία του Χρουστσόφ στο συνέδριο. Από την άλλη πλευρά, αποτελούσε και πρόοδο, καθώς πράγματι δημοσιεύτηκε και έτσι μετετράπη σε ντοκουμέντο δεσμευτικό για το Κόμμα. Η ομιλία του Χρουστσόφ δεν κυκλοφόρησε ποτέ τυπωμένη· σε όλες τις κομματικές συνεδριάσεις, το κείμενο αποσυρόταν μόλις τελείωνε η δημόσια ανάγνωση του – ακόμα και τα κομματικά μέλη που για κάποιο λόγο δεν είχαν μπορέσει να παραβρεθούν, δεν είχαν τρόπο να βρουν τη μικρή μπροσούρα με το κόκκινο χάρτινο εξώφυλλο. Επιπλέον, στη διάρκεια του καλοκαιριού του 1956, ακόμα και ο ίδιος ο Χρουστσόφ αναφέρθηκε στον Στάλιν σε μια σειρά από δημόσιες ομιλίες του, αποκαλώντας τον «μεγάλο επαναστάτη» και «μεγάλο μαρξιστή-λενινιστή»· το Κόμμα, είπε ο Χρουστσόφ, «δεν θα επιτρέψει να παραδοθεί το όνομα του Στάλιν στους εχθρούς του κομμουνισμού».
Από το καλοκαίρι του 1956 και ύστερα, έμοιαζε λες και η ζωή στη χώρα ήταν διαιρεμένη σε δύο πολύ διαφορετικά ρεύματα – ένα που αντικατοπτριζόταν στον Τύπο και ένα άλλο, πολλές φορές σημαντικότερο, το οποίο αγνοούσαν όλα τα όργανα μαζικής επι-κοινωνίας. Η εξαιρετικά σημαντική κοινωνικοπολιτική διαδικασία που ξεκίνησε το δεύτερο εξάμηνο του 1956 -η απελευθέρωση όλων σχεδόν των πολιτικών κρατουμένων από τα στρατόπεδα και τους τόπους εξορίας- δεν αναφέρθηκε ποτέ δημόσια. Ταυτόχρονα, εξελισσόταν μια μεγάλης κλίμακας και ταχύτητας αναθεώρηση υποθέσεων, την οποία ακολούθησε η μεταθανάτια αποκατάσταση της πλειονότητας των φυλακισμένων που είχαν πεθάνει μεταξύ 1935 και 1955. Τα τείχη του γκουλάγκ κατέρρεαν στο Κολίμα, το Βορκούτα, την Καρελία, τη Σιβηρία, το Καζακστάν, τη Μορδοβία, τα Ουράλια και την Πριμορία. Ένα νέο σύστημα αποκατάστασης καθιερώθηκε. Μετά από πρόταση του Χρουστσόφ, ορίστηκαν πάνω από ενενήντα ειδικές επιτροπές και στάλθηκαν στα στρατόπεδα ή στους τόπους «ισόβιας εγκατάστασης» για να εξετάσουν τις υποθέσεις όλων των κρατουμένων. Κάθε επιτροπή περιελάμβανε ένα μέλος του προσωπικού της Εισαγγελίας, έναν εκπρόσωπο από το μηχανισμό της Κεντρικής Επιτροπής και ένα πρόσφατα αποκαταστημένο μέλος του Κόμματος. Οι «τρόικες» αυτές περιεβλήθησαν προσωρινά με τις εξουσίες του Πρεζίντιουμ του Ανωτάτου Σοβιέτ και είχαν το δικαίωμα να αποφασίζουν αποκαταστάσεις, να παρέχουν χάρη ή να μειώνουν τις ποινές. Οι αποφάσεις τους δεν χρειαζόταν να εγκριθούν από ανώτερη αρχή και ετίθεντο σε ισχύ αμέσως. Ακόμα και πριν αυτές οι επιτροπές πιάσουν δουλειά, άνθρωποι που είχαν κλειστεί στη φυλακή επειδή έκαναν επικριτικές παρατηρήσεις για τον Στάλιν, επειδή έλεγαν ανέκδοτα γι’ αυτόν ή για παρόμοια ασήμαντα αδικήματα, αποκαταστάθηκαν και απελευθερώθηκαν σύμφωνα με οδηγίες που στάλθηκαν τηλεγραφικά από τη Μόσχα.
Οι ειδικές επιτροπές εργάστηκαν για αρκετούς μήνες. Οι υποθέσεις εξετάζονταν με ταχύ ρυθμό – συνήθως αρκούσε μια συζήτηση ανάμεσα στα μέλη της επιτροπής και τον κρατούμενο και μια γρήγορα ματιά στο φάκελο. Οι σημειώσεις σχετικά με την υπόθεση, τις οποίες κρατούσαν σε ειδικό τομέα του στρατοπέδου, . καταστράφηκαν. Έτσι, οι φάκελοι που έφεραν τη διαβόητη οδηγία «να διατηρηθεί ισοβίως» άδειασαν από καθετί που περιείχαν, εκτός από την αρχική καταδίκη από το δικαστήριο ή τη σταλινική «τρόικα» και το καινούργιο πιστοποιητικό της αποκατάστασης. Έχω δει το υλικό μίας μόνο τέτοιας επιτροπής, το οποίο αντέγραψε και έφερε στη Μόσχα ο Λεβ Πορτνόφ, ένας Παλαιός Μπολσεβίκος που είχε πάρει μέρος στην Οκτωβριανή Επανάσταση στο Πέτρογκραντ. Μέχρι σήμερα τα πρακτικά αυτών των επιτροπών δεν έχουν δοθεί στη δημοσιότητα ούτε έχει γίνει κάποια τελική αποτίμηση του έργου τους, τουλάχιστον δημόσια. Δεν είναι γνωστό πόσοι άνθρωποι απελευθερώθηκαν και αποκαταστάθηκαν. Σύμφωνα με κάποιους μάρτυρες, οι επιτροπές εξέτασαν περίπου 500.000 υποθέσεις· άλλοι τοποθετούν τον αριθμό αυτό σε 1,5 με 2 εκατομμύρια. Οι πρώτοι που αφέθηκαν ελεύθεροι ήταν τα πρώην μέλη του Κόμματος και οι οικογένειες των κομμουνιστών που είχαν πεθάνει. Εξίσου σύντομα απελευθερώθηκαν οι φυλακισμένοι που είχαν εκτίσει την ποινή τους αλλά συνέχιζαν να τους κρατούν έγκλειστους. Σε πιο περίπλοκες περιπτώσεις η απελευθέρωση δεν συνοδευόταν από αποκατάσταση, την οποία θα χορηγούσαν αργότερα σε ατομική βάση. Κατόπιν οι επιτροπές άρχισαν να αφήνουν ελεύθερα θύματα που δεν ήταν μέλη του Κόμματος και είχαν κατηγορηθεί ψευδώς για αντισοβιετική δραστηριότητα. Οι λίγοι μενσεβίκοι που είχαν επιζήσει, οι αναρχικοί και οι σοσιαλεπαναστάτες που είχαν συλληφθεί στα τέλη της δεκαετίας του ’20 ή στις αρχές του ’30 επίσης αφέθηκαν ελεύθεροι, έχοντας περάσει είκοσι πέντε με τριάντα χρόνια σε φυλακές, στρατόπεδα και εξορίες. Κάποιους από αυτούς τους ανθρώπους τους συνάντησα επτά ή οκτώ χρόνια αργότερα, με σκοπό να καταγράψω τις μαρτυρίες τους.
Μετά το 20ό Συνέδριο αποκαταστάθηκαν επίσης, εκτός από τους πολιτικούς κρατούμενους, πολλοί πρώην αιχμάλωτοι πολέμου και «εκτοπισμένοι» (δηλαδή Σοβιετικοί πολίτες που είχαν μεταφερθεί στη Γερμανία για να εργαστούν και συνελήφθησαν μετά τον επαναπατρισμό τους, την περίοδο 1945-46), οι οποίοι «δεν βαρύνονταν με ενεργό συνεργασία με τον εχθρό». Με τη μοίρα των ανθρώπων της κατηγορίας αυτής δεν ασχολήθηκαν οι ειδικές επιτροπές της Κεντρικής Επιτροπής αλλά άλλα σώματα. Ωστόσο, το σύστημα των στρατοπέδων εργασίας του Υπουργείου Μεσαίας Βιομηχανίας (που είχε στην ευθύνη του τη στρατιωτική-πυρηνική βιομηχανία και τα ορυχεία ουρανίου) συνέχισε να λειτουργεί και μετά το 20ό Συνέδριο και τα αρχεία της «ειδικής διεύθυνσης» που ήταν επικεφαλής αυτών των στρατοπέδων δεν έχουν ανοιχτεί μέχρι ακόμα και σήμερα.
Η επιστροφή των εκατοντάδων χιλιάδων φυλακισμένων του γκουλάγκ στις οικογένειες και στα σπίτια τους, η αποκατάσταση εκατομμυρίων που είχαν χαθεί – όλα αυτά επηρέασαν την εσωτερική ζωή της ΕΣΣΔ εξίσου πολύ με το 20ό Συνέδριο. Η Αννα Αχμάτοβα εξέφραζε εκείνη την εποχή την αγωνία της, όταν προσπαθούσε να φανταστεί πώς θα ήταν η συνάντηση ανάμεσα στις δύο Ρωσίες, πώς θα κοίταζαν η μία την άλλη στα μάτια: οι δεσμοφύλακες και οι φυλακισμένοι. Ο Χρουστσόφ υποχρέωσε όλα τα κυβερνητικά όργανα να δίνουν τη μέγιστη προσοχή σε εκείνους που είχαν αποκατασταθεί. Πρώτα απ’ όλα ήταν απαραίτητο να τους παρέχονται κατάλυμα, εργασία και συνταξιοδοτικά δικαιώματα. Γνωρίζω την υπόθεση τριών γυναικών, οι οποίες δεν είχαν καμία σχέση μεταξύ τους αλλά είχαν περάσει μαζί δεκαεπτά χρόνια στο στρατόπεδο, όπου κοιμόντουσαν στο ίδιο σανιδοκρέβατο και δούλευαν δίπλα δίπλα. Ήθελαν ένα διαμέρισμα στη Μόσχα με τρία χωριστά δωμάτια, ώστε να μπορέσουν να παραμείνουν μαζί και μετά την αποκατάσταση τους. Όμως, η μία μόνο, η Μαρία Σόλντσεβα, είχε συλληφθεί στη Μόσχα, πράγμα που σήμαινε ότι μόνο εκείνη είχε το δικαίωμα να μείνει εκεί. Οι τρεις γυναίκες προσέφυγαν στον Χρουοτσόφ, ο οποίος φρόντισε προσωπικά να ικανοποιηθεί το αίτημα τους. Η Ματίλντα Φίσμαν, πασίγνωστο στέλεχος του Κόμματος στην Κριμαία, είχε συμμετάσχει σε ένα αντάρτικο απόσπασμα Γερμανών εποίκων που είχε οργανώσει ο πατέρας της στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, αλλά συνελήφθη το 1941 ως «άτομο γερμανικής εθνικότητας». Απελευθερώθηκε από το στρατόπεδο νωρίτερα από τους περισσότερους Ρωσογερμανούς που είχαν εκτοπιστεί σε ειδικούς καταυλισμούς το 1941. Όταν αρνήθηκαν να της παραχωρήσουν κάποιο μέρος να μείνει στη Μόσχα, η Φίσμαν πέρασε επτά μήνες στο γερμανικό νεκροταφείο της πόλης. Κανένας δεν ήθελε να τη βοηθήσει, και μόνο η παρέμβαση του Ιβάν Παπάνιν, του διάσημου εξερευνητή των πόλων που είχε γνωρίσει τη Ματίλντα πριν από χρόνια στους επαναστατικούς κύκλους της Κριμαίας, της επέτρεψε να επιστρέψει στη φυσιολογική ζωή. Πολλές παρόμοιες «συγκρούσεις» συνέβησαν εκείνες τις μέρες των δύο Ρωσιών.
Για μια σειρά από αιτίες, η διαδικασία αποκατάστασης δεν προσέκρουε μόνο σε γραφειοκρατικά προβλήματα αλλά και σε θεμελιώδεις αδικίες. Οι φυλακισμένοι που είχαν εκτελεστεί ή είχαν πεθάνει στα στρατόπεδα μπορούσαν να αποκατασταθούν μόνο αν υπέβαλαν αίτηση συγγενείς ή φίλοι. Σε διαφορετική περίπτωση, η υπόθεση τους δεν εξεταζόταν. Όταν υπήρχαν αποκαταστάσεις σε ομαδική βάση δεν γινόταν καμία προσπάθεια να το πληροφορηθούν οι συγγενείς ή τα παιδιά των εκλιπόντων, οι οποίοι θα εδικαιούντο κάποια μικρή αποζημίωση. Δεν υπήρξε καμία επίσημη αποκατάσταση για τα μέλη της αντιπολίτευσης της δεκαετίας του ’20, παρόλο που οι όποιοι επιζήσαντες αφέθηκαν ελεύθεροι. Επίσης δεν έγινε καμία αναθεώρηση των ανοιχτών δικών-σόου της δεκαετίας του ’30. Μετά το 20ό Συνέδριο, η χήρα του Νικολάι Κρεστίνσκι, που είχε καταδικαστεί ως μέλος του «δεξιού-τροτσκιστικού μπλοκ» μαζί με τον Μπουχάριν, χρειάστηκε επτά χρόνια για να εξασφαλίσει την αποκατάσταση του συζύγου της. Όταν τελικά πληροφορήθηκε ότι ο σύζυγος της αποκαταστάθηκε και επανεντάχθηκε στις γραμμές του Κόμματος, πέθανε αμέσως από καρδιακή προσβολή, πέφτοντας στο πάτωμα με το ακουστικό του τηλεφώνου στο χέρι της. Για είκοσι πέντε χρόνια, η χήρα ταυ Μπουχάριν δεν κατάφερνε να πετύχει την αποκατάσταση του συζύγου της. Παρόλο που έπαψε να στιγματίζεται επισήμως ως «εχθρός του λαού», παρέμεινε στη λίστα των αντικομματικών προσώπων που περιελάμβανε τον Τόμσκι, τον Ρίκοφ, τον Κάμενεφ, τον Πιατακόφ, τον Σλιάπνικοφ, τον Ριαζάνοφ και πολλούς άλλους που κάποια στιγμή στο παρελθόν είχαν παίξει πολύ σημαντικό ρόλο στο Κόμμα και στην κυβέρνηση.
Κανένας δεν οδηγήθηκε ενώπιον της δικαιοσύνης – ούτε οι ανακριτές της ΝιΚαΒεΝτέ που υπέβαλαν σε βασανιστήρια τα θύματα τους ούτε οι επικεφαλής και οι δεσμοφύλακες των στρατοπέδων και των φυλακών. Τα ονόματα εκείνων που είχαν κάνει καταφανώς ψευδείς καταγγελίες δεν έγιναν ποτέ γνωστά. Ωστόσο, καθώς οι πρώην κρατούμενοι άρχιζαν να επιστρέφουν σπίτια τους, πολλοί από τους πληροφοριοδότες και τους ανακριτές καταλήφθηκαν από πανικό. Υπήρξαν περιπτώσεις όπου τέτοια άτομα τρελάθηκαν ή ακόμα και αυτοκτόνησαν. Το διακεκριμένο στέλεχος της Κομσομόλ Όλγα Μισακόβα, της οποίας οι ψεύτικες καταγγελίες οδήγησαν στη σύλληψη πολλών ηγετικών μορφών της Κομσομόλ την περίοδο 1937-38, κατέληξε σε ψυχιατρείο. Μετά τη μεταθανάτια αποκατάσταση των θυμάτων της, η Μισακόβα απομακρύνθηκε από τις θέσεις που κατείχε και διαγράφτηκε από το κεντρικό απαράττης Κομσομόλ. Ήδη όμως εκείνη την εποχή δεν ήταν πια σε θέση να καταλαβαίνει τι συνέβαινε και συνέχιζε να πηγαίνει κάθε πρωί στο γραφείο της όπως συνήθως. Όταν η άδεια εισόδου της στο κτήριο ανακλήθηκε, έγινε βίαιη και χρειάστηκε να νοσηλευτεί. Ένας πρώην ανακριτής που έγινε συνταγματάρχης στις δυνάμεις του ΜιΒεΝτέ, όταν αναγνώρισε ένα από τα θύματα του στο δρόμο έπεσε στα γόνατα και ζήτησε συγχώρεση. Άλλος πρώην ανακριτής, όταν βρέθηκε στον ίδιο θαλάμου ενός νοσοκομείου με κάποιον κρατούμενο που είχε ανακρίνει, έπαθε καρδιακή προσβολή και πέθανε. Παρόμοιες περιπτώσεις υπήρξαν πολλές. Όταν ο διευθυντής ενός σχολείου στη Βόρεια Οσετία, που είχε αποκατασταθεί μετά από πολλά χρόνια φυλάκισης, επισκέφθηκε το Υπουργείο Παιδείας της Οσετίας και αναγνώρισε στο πρόσωπο του υπουργού τον ανακριτή του, ήταν εκείνος που έπαθε καρδιακή προσβολή και όχι ο υπουργός. Στο Κίεβο, ένας αξιωματικός που αποκαταστάθηκε και επέστρεψε στο στρατό, συνάντησε το βασανιστή του και τον πυροβόλησε επιτόπου. Τέτοια συμβάντα όμως ήταν σπάνια, και σύντομα οι αξιωματικοί της ΝιΚαΒεΝτέ που είχαν πάρει μέρος στις εκστρατείες καταστολής, καθώς και άλλοι που είχαν ενεργό συμμετοχή στην ανομία της εποχής του Στάλιν, ηρέμησαν και έπαψαν να ανησυχούν. Η κοινωνία αφυπνίστηκε με πολύ βραδύ ρυθμό από τη χαύνωση του ολοκληρωτισμού. Και μέχρι τότε, οι περισσότεροι από τους φυλακισμένους στα στρατόπεδα του Στάλιν κείτονταν ήδη για πολλά χρόνια σε κοινούς τάφους.
Κατά κύριο λόγο, οι περισσότεροι από όσους επέστρεφαν από τα στρατόπεδα αισθάνονταν φόβο για κάποια νέα καταστολή και νέα σύλληψη, μάλλον, παρά θυμό ή δίψα για εκδίκηση. Η στάση πολλών από τις αρχές με τις οποίες έρχονταν σε επαφή, καθώς και ταλήφθηκαν από πανικό. Υπήρξαν περιπτώσεις όπου τέτοια άτομα τρελάθηκαν ή ακόμα και αυτοκτόνησαν. Το διακεκριμένο στέλεχος της Κομσομόλ Όλγα Μισακόβα, της οποίας οι ψεύτικες καταγγελίες οδήγησαν στη σύλληψη πολλών ηγετικών μορφών της Κομσομόλ την περίοδο 1937-38, κατέληξε σε ψυχιατρείο. Μετά τη μεταθανάτια αποκατάσταση των θυμάτων της, η Μισακόβα απομακρύνθηκε από τις θέσεις που κατείχε και διαγράφτηκε από το κεντρικό απαράττης Κομσομόλ. Ήδη όμως εκείνη την εποχή δεν ήταν πια σε θέση να καταλαβαίνει τι συνέβαινε και συνέχιζε να πηγαίνει κάθε πρωί στο γραφείο της όπως συνήθως. Όταν η άδεια εισόδου της στο κτήριο ανακλήθηκε, έγινε βίαιη και χρειάστηκε να νοσηλευτεί. Ένας πρώην ανακριτής που έγινε συνταγματάρχης στις δυνάμεις του ΜιΒεΝτέ, όταν αναγνώρισε ένα από τα θύματα του στο δρόμο έπεσε στα γόνατα και ζήτησε συγχώρεση. Άλλος πρώην ανακριτής, όταν βρέθηκε στον ίδιο θαλάμου ενός νοσοκομείου με κάποιον κρατούμενο που είχε ανακρίνει, έπαθε καρδιακή προσβολή και πέθανε. Παρόμοιες περιπτώσεις υπήρξαν πολλές. Όταν ο διευθυντής ενός σχολείου στη Βόρεια Οσετία, που είχε αποκατασταθεί μετά από πολλά χρόνια φυλάκισης, επισκέφθηκε το Υπουργείο Παιδείας της Οσετίας και αναγνώρισε στο πρόσωπο του υπουργού τον ανακριτή του, ήταν εκείνος που έπαθε καρδιακή προσβολή και όχι ο υπουργός. Στο Κίεβο, ένας αξιωματικός που αποκαταστάθηκε και επέστρεψε στο στρατό, συνάντησε το βασανιστή του και τον πυροβόλησε επιτόπου. Τέτοια συμβάντα όμως ήταν σπάνια, και σύντομα οι αξιωματικοί της ΝιΚαΒεΝτέ που είχαν πάρει μέρος στις εκστρατείες καταστολής, καθώς και άλλοι που είχαν ενεργό συμμετοχή στην ανομία της εποχής του Στάλιν, ηρέμησαν και έπαψαν να ανησυχούν. Η κοινωνία αφυπνίστηκε με πολύ βραδύ ρυθμό από τη χαύνωση του ολοκληρωτισμού. Και μέχρι τότε, οι περισσότεροι από τους φυλακισμένους στα στρατόπεδα του Στάλιν κείτονταν ήδη για πολλά χρόνια σε κοινούς τάφους.
Κατά κύριο λόγο, οι περισσότεροι από όσους επέστρεφαν από τα στρατόπεδα αισθάνονταν φόβο για κάποια νέα καταστολή και νέα σύλληψη, μάλλον, παρά θυμό ή δίψα για εκδίκηση. Η στάση πολλών από τις αρχές με τις οποίες έρχονταν σε επαφή, καθώς και το περιεχόμενο του επίσημου Τύπου, δεν έκαναν τίποτε άλλο παρά να ενισχύουν αυτό το φόβο. Αυτοί που επέστρεφαν συχνά φοβόντουσαν να πουν στους φίλους και στους συγγενείς τους τι είχαν τραβήξει. Πολλοί αισθάνονταν ότι τους παρακολουθούσαν, ότι τα τηλέφωνα τους ήταν παγιδευμένα, ότι ήταν περικυκλωμένοι από πληροφοριοδότες. Για εκείνους που είχαν συλληφθεί για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο και δεν είχαν περάσει στα στρατόπεδα παρά μόνο πέντε με οκτώ χρόνια, ήταν ευκολότερο να ξεφύγουν από αυτή τη μανία καταδίωξης και επανήλθαν συντομότερα στις προηγούμενες επαγγελματικές τους ασχολίες. Όμως, οι περισσότεροι από εκείνους που είχαν περάσει δεκαεπτά ή είκοσι χρόνια ζώντας σε απάνθρωπες συνθήκες, ήταν σπασμένοι ψυχολογικά και υπέφεραν από σοβαρά προβλήματα υγείας. Ήταν σχεδόν αδύνατο να αποκτήσουν πολιτική δραστηριότητα. Ο πρώην πρώτος γραμματέας μιας περιφερειακής κομματικής επιτροπής του Καζακστάν, ο Ν. Κουζνετσόφ, πήγε να δουλέψει ως απλός δασοφύλακας. Το μόνο που ήθελε ήταν να αποφεύγει τους άλλους ανθρώπους. Ένας ελεύθερος περίπατος στους δρόμους της πόλης τους, ένα γεύμα μέχρι να χορτάσουν, με κρέας, φρούτα, γλυκά, παγωτό, ένα μπάνιο, ένα σινεμά ή ένα θέατρο, ένα ταξίδι στο νότο για διακοπές – όλα αυτά σήμαιναν τεράστια ευτυχία για τους περισσότερους από τους μέχρι πρόσφατα φυλακισμένους. Εξίσου αλήθεια είναι ότι οι αρχές δεν έδειχναν μεγάλο ενθουσιασμό να ξαναπροσλάβουν πρώην κρατούμενους. Μόνο ένας αμελητέος αριθμός από τους τροφίμους των στρατοπέδων επέστρεψε στην εργασία του στο απαράτ του Κόμματος ή του κράτους.
Ωστόσο, κάποιοι πρώην κρατούμενοι άρχισαν να γράφουν απομνημονεύματα ή έργα μυθοπλασίας σχετικά με τα στρατόπεδα και την καταστολή. Οι πρώτοι ήταν ο Σολζενίτσιν στο Ριαζάν, ο Σαλάμοφ στη Μόσχα και η Γεβγκένιγια Γκίνζμπουργκ στο Λβοφ. Κρατώντας το κρυφό ακόμα και από την οικογένεια του, ο πρώην τσεκίστας από την Τιφλίδα Σουρέν Γκαζαριάν άρχισε να γράφει τα απομνημονεύματα του. Ο πρώην φιλόσοφος και εργαζόμενος στο κόμμα Π.Ι. Σαμπάλκιν άρχισε να αναλύει τη σταλινική καταπίεση στο ημερολόγιο του. Ο Αλεξάντρ Τοντόρσκι, ο μοναδικός επιζήσας από τους στρατηγούς που στάλθηκαν στα στρα-τόπεδα στις αρχές της δεκαετίας του ’30, επιχείρησε να αποκαταστήσει το καλό όνομα πολλών αξιωματικών που δεν είχαν ακόμη αποκατασταθεί. Αυτές οι προσπάθειες, όμως, συνάντησαν πανίσχυρη αντίθεση μέσα στο κομματικό και το ιδεολογικό απαράτ, που υπενθύμιζε μια παρατήρηση, αποδιδόμενη στον Χρουστσόφ, σύμφωνα με την οποία το Κόμμα δεν μπορούσε -και ποτέ δεν θα το έκανε- να προετοιμάσει μια «νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου». Κάποιος ανώνυμος ποιητής έγραψε τους παρακάτω στίχους, το 1957 ή το 1958:
Χωρίς σημαίες πένθους πάνω στους πύργους
Χωρίς κεριά κηδείας και επικήδειους
Η Ρωσία συγχώρεσε τα αθώα θύματα της Και τους δήμιους τους.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’50 ο Χρουστσόφ δήλωσε αρκετές φορές δημόσια ότι ο σοβιετικός λαός και το Κόμμα θα θυμούνται τον Στάλιν και θα του αποδώσουν δικαιοσύνη, καθώς και ότι ο όρος «σταλινισμός» είναι μια επινόηση των εχθρών του σοσιαλισμού. Το σώμα του Στάλιν εξακολουθούσε να βρίσκεται στο μαυσωλείο, δίπλα σε εκείνο του Λένιν. Στο 21ο Συνέδριο του Κόμματος, το 1959, δεν έγινε καμία αναφορά στα εγκλήματα του Στάλιν. Τα πάντα άλλαξαν απότομα και απροσδόκητα στο 22ο Συνέδριο, στα τέλη του 1961. Αλλά αυτή είναι η αρχή μιας άλλης ιστορίας.
Σημειώσεις
1. Οτέτσεστβεναγια ιστόριγια. αρ. 3 (1997), σ. 43-4.
2. Σχετικά με την προετοιμασία της ομιλίας του Χρουστσόφ στο συνέδριο, βλ. Ντ.Τ Σεπίλοφ, «Βασπομινάνιγια», Βαπρόσι ιστόριι. αρ. 3-11 (1998)· Β.Π. Ναού-μοφ, «Κ ιστόριι σεκρέτνοβο ντοκλάντα Ν.Σ. Χρουστσέβα να XX σιέζντε ΚΠΣΣ». Νόβαγια ι νοβέισαγια ιστόριγια. αρ. 4 (1996)· Ν.Α. Μπαρσουκόφ. «XX σιέζντ β ρετροσπεκτίβε Χρουστσέβα». Οτέτσεστβεναγια ιστόριγια. αρ. 6 (1956).
3. Από το αρχείο του Ε.Γ. Μάλτσεφ (που βρίσκεται στην κατοχή του Ρόι Μεντβέντιεφ).
[…] -Η “μυστική έκθεση” στο 20ο συνέδριο του ΚΚΣΕ : Νικήτα Χ… […]
Πίνγκμπακ από -Για το σταλινισμό και την αλλοτρίωση… « Πόντος και Αριστερά — 25 Μαρτίου, 2010 @ 11:31 πμ
[…] Η Ολομέλεια αυτή πραγματοποιήθηκε στο πνεύμα του 20ου Συνεδρίου της ΕΣΣΔ (1956) και της αποσταλινοποίησης. Με την 6η Ολομέλεια θα […]
Πίνγκμπακ από «Σταλινολόγοι» και σταλινολάγνοι (A’ μέρος) « Und ich dachte immer — 8 Μαΐου, 2010 @ 10:46 μμ
Τροτσκιστες και Ρεβιζιονιστες του Χρουτσιωφ.Πεμπτοφαλλαγιτες ΑΝΤΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΣ.. λυκοι του Καπιταλισμου.Τιμη και δοξα στον οδηγητη των λαων και του Κομμουνιστικου κινηματος,μεγαλο στρατηλατη ΙΩΣΗΦ ΣΤΑΛΙΝ.
Σχόλιο από SUNRED — 19 Ιουνίου, 2010 @ 10:11 πμ
[…] Ούτε και φάνηκαν να ενοχλούνται από το ότι κάποτε εκεί στη μακρυνή Σοβιετική Πατρίδα -που παντα φυσάει ο Βοριάς- μια αποτρόπαια εξουσία διέπραξε ένα μεγάλο αντιλαϊκό έγκλημα (τουλάχιστον έτσι μας τα παρουσίασε τεκμηριωμένα το ΚΚΣΕ το 1956). […]
Πίνγκμπακ από -Οι “ρωσοπόντιοι”, ο ρατσισμός και η αλλοτρίωση « Πόντος και Αριστερά — 23 Σεπτεμβρίου, 2010 @ 3:45 μμ