Ζακ Σαπίρ , «Εργάτες και εργασιακές σχέσεις στη Ρωσία»
εκδ.Κομμούνα
Μερικά αποσπάσματα :
σελίδα 33
“ο χρόνος εργασίας ελαττώνεται (η εργάσιμη μέρα περνά από τις 9 στις 7.7 ώρες”
σημ.δική μου : αναφέρεται στην περίοδο της ΝΕΠ.
σελίδα 34
“Η εισαγωγή το 1927-1928 της «πρωτοπόρας εργασίας» της «σοσιαλιστικής άμιλλας» των «διακρίσεων εργασίας» και μορφών χρονικής απασχόλησης που διαιρούν απόλυτα την ζωή των εργαζομένων (το επτάωρο σε δύο περιόδους των τρισήμιση ωρών που χωρίζονται από τετράωρο διάλλειμα: δουλειά από τις 7.00 μέχρι τις 10.30 μετά από τις 14.30 μέχρι τις 18.00 για την πρώτη ομάδα για την δεύτερη, σε μερικά εργοστάσια) και από τις 10.30 μέχρι τις 14.00 και από τις 18.30 μέχρ τις 21.30 αποτελούν αντίστοιχα μέτρα καταναγκασμού. Με αυτό τον τρόπο αυτά τα μέτρα θεωρήθηκαν από τους εργαζόμενους, που τα καταδίκαζαν στον τύπο και τις συνδικαλιστικές συγκεντρώσεις σαν «sweating system» (σύστημα ιδρωκοπήματος») (20), και φτάνουν μέχρι να μιλούν για κρατικό καπιταλισμό.”
σελίδα 39
“Οι υπερωρίες, το δεκαεξάωρο, είναι συχνά η μόνη λύση για να μην πεινάει κάποιος.”
σημ.δική μου :αναφέρεται στα χρόνια της δεκαετίας του 30
ΣΕΛΙΔΕΣ 80-87
IV. Η ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΧΑΜΕΝΟ ΧΡΟΝΟ
Οπως και σε άλλες χώρες, έτσι και στην Σοβιετική Ενωση υφίστανται ισχυρές διαφορές ανάμεσα στην νόμιμη και την πραγματική διάρκεια της εργασίας. Στην ΕΣΣΔ όμως περισσότερο από άλλες βιομηχανικές χώρες, ο χρόνος εργασίας είναι μια εναλλαγή ανάμεσα σε περιόδους ασθενούς δραστηριότητας και περιόδους όπου αντίθετα συσσωρεύονται υπερωρίες.
1. Νόμιμη και πραγματική διάρκεια
Νόμιμα, η ηλικία για εργασία περιλαμβάνεται ανάμεσα στα 15 και 60 ή 55 χρόνια για άντρες και γυναίκες. Η διάρκεια της ημέρας εργασίας μειώθηκε από τις 8 ώρες το 1955. στις 7 ώρες σήμερα. Στο ίδιο διάστημα η νόμιμη βδομάδα πέρασε από τις έξη μέρες στις πεντέμιση, είτε από τις 48 ώρες στις 38 ώρες και 30 λεπτά. Κατά μέσον όρο, οι εργαζόμενοι έχουν μια βδομάδα 40,7 ωρών με μερικές ελάχιστες εξαιρέσεις: 38,6 ώρες για τους εργαζόμενους στην υγεία, 35,6 ώρες για τους ανθρακωρύχους, 32,6 ώρες για τους εκπαιδευτικούς (βλ. πίνακα 5).
ΠΙΝΑΚΑΣ 5: ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΤΗ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ (σε ώρες)
1955 1970 1979
Σύνολο της βιομηχανίας
47,8 40,7 40,6
από το οποίο: Ανθρακωρυχεία
47,6 37,6 35,6
Μεταλλουργία
47,9 40,7 40,8
Χημεία και Πετροχημεία
46,4 40 39,9
Μηχανικές κατασκευές
47,8 40,9 40,9
Ξυλεία και χαρτί
47,8 40,9 40,8
Ελαφριά βιομηχανία
47,9 41 40,9
Βιομηχανία διατροφής
48 41 41
Πηγή: Narodnoye Khozyastuo SSSR, 1979. σ. 396.
Στη μείωση της εβδομαδιαίας διάρκειας εργασίας αντιστοιχεί και η ετήσια. Το 1977, κατά μέσον όρο, οι εργαζόμενοι απολάμβαναν 21 μέρες άδειας, έναντι 18 το 1955. Πάντα το 1977, κανένας εργαζόμενος δεν είχε λιγότερο από 15 μέρες άδειας (ενώ το 1955, 42,3% δεν είχε παρά 12 μέρες, που είναι λιγότερο από το ελάχιστο που προβλέπει ο κώδικας εργασίας του 1922). Αντίθετα σχεδόν το μισό από τους εργαζόμενους είχαν τουλάχιστον 24 μέρες άδειας. Κατά συνέπεια η κατανομή των αδειών δεν οφελεί όλους το ίδιο. Οι μισθωτοί των σοβχόζ και οι υπάλληλοι του εμπορίου είναι οι πιό αδικημένοι. Αντίθετα περισσότεροι από τους μισούς εκπαιδευτικούς απολάμβαναν άδεια 24 ημερών εργασίας ή παραπάνω. Τέλος αυτοί που δουλεύουν στα κολχόζ φαίνεται να κάνουν πολύ λίγες
διακοπές. Υπάρχει λοιπόν μια ανισότητα που μπορεί, μερικά, να εξηγήσει τους ρυθμούς των διαφορετικών δραστηριοτήτων, αλλά που εκφράζει επίσης μια έμμεση αξιολογική κλίμακα των διαφόρων λειτουργιών.
2. «Χουζούρι» και υπερωρίες
Σύμφωνα με τους Σοβιετικούς υπεύθυνους, η νόμιμη διάρκεια της εργασίας περιοριζόταν σημαντικά από το «χουζούρι» (προγκούλ) των εργαζόμενων. Έτσι μια εφημερίδα αποδείκνυε ότι, σε ένα εργοστάσιο στο Πέρμ (Ουράλια), από τις 7 κανονικές ώρες, οι μισές χάνονταν σε διαλείμματα για τσιγάρο και διάφορους περιπάτους μέσα στο εργοστάσιο. Επιπλέον υπήρχαν σημαντικές καθυστερήσεις: την ώρα που άρχιζε η δουλειά, μόνο ένας εργάτης σε όλο το εργοστάσιο βρισκόταν στη θέση του (24).
Γενικότερα, οι εφημερίδες καταδικάζουν αδιάκοπα τις παράνομες απουσίες (πάει να πεί που δεν δικαιολογούνται με ιατρικό πιστοποιητικό) και που, νόμιμα, δεν πρέπει να ξεπερνούν τις 3 μέρες, μα που στην πράξη μπορούν να επεκταθούν μέχρι τις 25. Το στερεότυπο του αδιάφορου, οκνηρού ρώσου εργάτη, μαστιγώνεται αδιάκοπα. Ο άγιος των εργαζόμενων ήταν ο Ομπλόμωφ και όχι ο Στα-χάνωφ. Στην Τρούντ όμως, καθημερινή συνδικαλιστική εφημερίδα, μπορεί να διαβάσει κανείς ότι συνήθως οι εργαζόμενοι κάνουν 30 ώρες υπερωρία τον μήνα χωρίς να το πληροφορείται η επιθεώρηση εργασίας. Ένας υπεύθυνος ομάδας σημειώνει στην Ιζβέστια ότι το εργοστάσιο του (που παράγει αυτοκίνητα) πραγματοποιεί συνέχεια τα δύο τρίτα της μηνιαίας παραγωγής του τις δέκα τελευταίες μέρες του μήνα. Δεν είναι σπάνιο να διαπιστώσει κανείς από τις επιστολές διαμαρτυρίας, ότι οι εργάτες υποχρεώνονται να εργάζονται τις Κυριακές και τις γιορτές, πράγμα που απαγορεύεται από το νόμο. Ο τύπος καταδικάζει τέτοιες καταστάσεις. Οι επαναλήψεις αυτών των κριτικών περίπου εδώ και είκοσι χρόνια δείχνει ότι δεν έχουν αποτελέσματα. Αυτές οι πρακτικές έχουν εγγραφεί πλήρως στη ζωή των εργαζόμενων ώστε έχουν και όνομα, «θύελλα» ή Στουρμοβτσίνα (20), (24). Οι επιχειρήσεις χρησιμοποιούν σε μεγάλη κλίμακα την υπερωριακή εργασία όταν πρόκειται να καλύψουν το μηνιαίο ή ετήσιο σχέδιο, ή όταν έχουν υπάρξει καθυστερήσεις. Για να τις κάνουν αποδεκτές στους εργαζόμενους, ανατρέχουν σε υλικά κίνητρα (εργάτες μπορούν με αυτό τον τρόπο να κερδίσουν το ένα τρίτο του μηνιαίου μισθού μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο, μέσα στους δύο τελευταίους μήνες του χρόνου το ανάλογο του μισού ετήσιου εισοδήματος τους) ή στην απειλή των κυρώσεων. Παρόλο που αυτό είναι παράνομο, εργάτες απολύθηκαν γιατί αρνήθηκαν αυτή την επιπλέον εργασία. Ένα μέσο για να γίνουν αποδεκτές οι επιπλέον ώρες και μέρες είναι πλεονεκτήματα σε είδος, επιδόματα διακοπών, διάφορες εξυπηρετήσεις σε σχέση με την διοίκηση, το σύστημα υγείας, και στις πιό ακραίες περιπτώσεις, ακόμα και ευνοϊκές συνθήκες κατοικίας ή πληρωμές σε ξένα χαρτονομίσματα (που επιτρέπουν τις αγορές στα καταστήματα για τους τουρίστες, τα Μπεριό-σκα, που δεν γνωρίζουν ελλείψεις).
Έτσι ο τύπος μπορεί καμμιά φορά να καταδικάζει τις απουσίες, το χουζούρι (Προγκούλ) και να περιγράφει την ασταμάτητη εργασία, τον πυρετό του Σαββατόβραδου όταν πλησιάζει το τέλος του σχεδίου. Οι επιχειρήσεις στην πράξη γνωρίζουν μηνιαίους, τριμηνιαίους, ετήσιους κύκλους δραστηριοτήτων με περιοδικές αιχμές. Όταν οι δυσκολίες του εφοδιασμού επιβραδύνουν τη δραστηριότητα, οι εργαζόμενοι «το εκμεταλλεύονται» και απουσιάζουν όποτε μπορούν. Κατόπιν, όταν έχουν παραδοθεί τα υλικά, το εργαστήριο, η επιχείρηση, ξανακερδίζουν τον χαμένο χρόνο. Μια τέτοια εναλλαγή έχει δυσχέρειες. Η ποιότητα των αγαθών που παράγονται κατά τις Στουρμοβτσίνα είναι από τις πιό μέτριες. Σε πολυάριθμες έρευνες οι εργαζόμενοι εκφράσανε την προτίμηση τους για ένα κανονικότερο ρυθμό. Η διαδοχή αργών και γρήγορων Φάσεων από την άλλη μεριά σημειώνεται περισσότερο ή λιγότερο σύμφωνα με τον τομέα δραστηριότητας. Στην κατασκευή, την ελαφριά βιομηχανία και τη διατροφή. Φαίνεται πως αυτό το φαινόμενο κορυφώνεται. Αλλά κατά γενικό κανόνα, κανένας κλάδος δεν αγνοεί το προγκούλ και την Στουρμοβτσίνα.
3. Η δεύτερη εργασία
Η οργάνωση του χρόνου μέσα από την εργασία εξαρτάται από ακόμη ένα συντελεστή: την ύπαρξη μιας διπλής ημέρας εργασίας. Εάν παραμεριστεί ο οικιακός τομέας, βρίσκεται κανείς μπροστά σε ένα θεσμό στα όρια νομιμότητας και παρανομίας. Στην ύπαιθρο αυτή η διπλή ημέρα έχει θεσμοποιηθεί με την ύπαρξη του αγροτεμαχίου. Πρόκειται για μικρές επιφάνειες (5 με 10 στρέματα) που καλλιεργούνται ελεύθερα από αυτούς που δουλεύουν στο κολχόζ και τα σοβχόζ. Αποτελούν το αντικείμενο φροντίδας όσο και ζηλοτυπίας γιατί προμηθεύουν όχι μόνο ένα σημαντικό μέρος της κατανάλωσης διατροφής των αγροτών, αλλά ακόμη και σεβαστά εισοδήματα από την πώληση των προϊόντων στην αγορά του κολχόζ. Εάν οι εργαζόμενοι της υπαίθρου τείνουν να προτιμούν το κτήμα τους από το κρατικό ή το συνεργατικό αγρόκτημα, οι καθοδηγητές των τελευταίων αυτών έχουν τα μέσα να τους πιέσουν για να τους υποχρεώσουν να προσφέρουν και εκεί μια ελάχιστη εργασία.
Η παραχώρηση του αγροτοτεμάχιου μπορεί να ανασταλεί. Έτσι, στην ύπαιθρο, τα μέλη της οικογένειας που είτε δεν είναι γραμμένα στο κολχόζ (οι νέοι και οι συνταξιούχοι), είτε δεν απασχολούνται στο σοβχόζ(η σύζυγος), εξασφαλίζουν το μεγαλύτερο κομμάτι της εργασίας. Αυτό που επικρατεί στις πόλεις είναι η μαύρη δουλειά που πραγματοποιείται μετά (και συχνά στη διάρκεια) τη νόμιμη εργασία. Αυτές οι δραστηριότητες ποικίλλουν αρκετά. Από εργάτες που επιδιορθώνουν τα διαμερίσματα και βάζουν σε λειτουργία τα καινούργια σπίτια (οι σαμπάσνικι) μέχρι αυτούς που κατασκευάζουν στο σπίτι τους ραδιόφωνα ή τηλεοράσεις με κομμάτια κλεμένα από το εργοστάσιο· από την ανανέωση της τοπικής χειροτεχνίας (χαλιά από την Αρμενία, λεπτοδουλεμένα σαμοβάρια) μέχρι την επισκευή αυτοκινήτων για τον λογαριασμό ιδιωτών ή ακόμα και επιχειρήσεων ή ακόμα η παράνομη παρασκευή αλκοόλ (το ζαμογκόν με τις φοβερές συνέπειες) (32), (34).
Οι εργαζόμενοι που είναι ειδικευμένοι σε ορισμένες δραστηριότητες (υδραυλικοί, μπογιατζήδες, ηλεκτρολόγοι, ηλεκτρονικοί) έχουν αναμφισβήτητα περισσότερες ευκαιρίες από αυτούς των άλλων ειδικοτήτων. Από την άλλη μεριά εάν σε ορισμένες περιπτώσεις, η μαύρη δουλειά είναι συμπλήρωμα, υπάρχουν άλλες όπου αποτελεί την κύρια δραστηριότητα. Βλέπει κανείς να δημιουργούνται παράνομα εργαστήρια, ακόμα και πραγματικά εργοστάσια, ειδικευμένα στην παραγωγή περιζήτητων αγαθών, που μπορεί να πληρώνουν τον εργαζόμενο δύο με τρείς φορές το ύψος του νόμιμου μισθού του.
4. Νοικοκυριό και ελλείψεις
Στο μέτρο που πολυάριθμες γυναίκες είναι μόνες, για να εξασφαλίσουν την επιβίωση της οικογένειας (συνέπεια της υπέρμετρης ανδρικής θνησιμότητας που οφείλεται στον πόλεμο), το νοικοκυριό βάζει ένα συγκεκριμένο πρόβλημα. Μια έρευνα το 1973 εκτιμούσε ότι ήταν δύο φορές σημαντικότερο για τις γυναίκες απ’ ότι για τους άντρες, με διάρκειες που κυμαίνονται από τρισήμιση μέχρι πέντε ώρες την ημέρα ανάλογα με την κοινωνική κατηγορία. Επιδεινώνει τις διακρίσεις που υφίστανται οι εργαζόμενες. Παίρνοντας ένα κομμάτι από τον «ελεύθερο χρόνο» τους, τις εμποδίζει να καταφύγουν στη διπλή εργασία με αμοιβή, και εντείνει την διαφορά των πραγματικών εισοδημάτων (σε είδος ή σε χρήμα) ανάλογα με το φύλο. Από την άλλη μεριά, λόγω των ελλείψεων και στο μέτρο που οι αγορές για το σπίτι αποτελούν συχνότατα μια γυναικεία δραστηριότητα, αυτές οι τελευταίες βλέπουν τον «ελεύθερο χρόνο» τους να κατασπαταλιέται στις «ουρές». Οι γυναίκες λοιπόν, αναλογικά, καθυστερούν συχνότερα στην «πρώτη εργασία» τους απ’ ό,τι οι άντρες, και, συχνά, είναι υποχρεωμένες να την εγκαταλείπουν νωρίτερα. Ετσι στην πράξη αποκλείονται κατά ένα μεγάλο μέρος από τις επιδοτήσεις και τα πριμ σε χρήμα ή σε είδος. (20), (32).
5. Η πραγματική εργασία
Η οργάνωση του χρόνου από την εργασία καταγράφει λοιπόν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις επίσημες στατιστικές και την πραγματικότητα. Η εργασία στην ΕΣΣΔ δεν είναι καθόλου σχεδιοποιημένη. Καλύτερα, η ανάπτυξη της «δεύτερης εργασίας», επιτρέποντας σε μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού να ανεβάσουν το επίπεδο της ζωής τους, κάνει περισσότερο αποδεκτό έναν κόσμο που κυριαρχείται από τις ελλείψεις. Συνεισφέρει, με κάποιο τρόπο, στην μείωση των εντάσεων και των απαιτήσεων του πληθυσμού στα θέματα της ποσότητας αγαθών και υπηρεσιών, όπως και της ποιότητας τους, που μπορούν να επιβαρύνουν την «επίσημη» οικονομία (32), (3).
Ο σοβιετικός εργαζόμενος εμφανίζεται λοιπόν σαν πολύ απασχολημένος. ΓΓ αυτό, ιδιαίτερα από το 1979, οι σοβιετικοί ιθύνοντες ανώτερου επιπέδου επιμένουν ασταμάτητα πάνω στην φυγοπονία του, και το χουζούρι του. Μια ένδειξη μπορεί να είναι η αποστολή ασφαλιτών στις αρχές του 1983 για να ελέγξουν εάν τα άτομα που βρισκόντουσαν στα καφενεία, τους κινηματογράφους, τα θέατρα, ήταν εργάτες που απουσίαζαν από τη δουλειά τους. Το γεγονός όμως ότι αυτή η εκστρατεία σύντομα εξαντλήθηκε αποδεικνύει την ανεπάρκεια κάθε κατασταλτικής πολιτικής. Δεν μπορούν να βάλουν από ένα αστυφύλακα πίσω από 128 εκατομμύρια εργαζόμενους. Δεν είναι χωρίς σημασία το γεγονός ότι τον χρόνο που περνάει στην εργασία, οι υπεύθυνοι τον βλέπουν από την σκοπιά της «τεμπελιάς». Όταν οι σοβιετικές κοινωνιολογικές μελέτες αναλύουν τα προβλήματα των απουσιών από τις βιομηχανίες στις Ηνωμένες Πολιτείες, την Γαλλία ή την Μεγάλη Βρετανία, θεωρούν αυτή την συμπεριφορά «δικαιολογημένη». ΓΓ αυτές εκφράζει την αντίσταση της εργατικής τάξης στην καπιταλιστική εκμετάλλευση. Όταν πρόκειται για την ΕΣΣΔ, τίποτε δεν είναι ίδιο, καθόσον δεν υπάρχει ούτε καπιταλισμός, ούτε εκμετάλλευση. Υπάρχει όμως «χουζούρι», για ποιους λόγους; Οι σοβιετικοί εργαζόμενοι είναι αγνώμονες που δεν είναι σε θέση να εκτιμήσουν τα πλεονεκτήματα της κοινωνίας που ζούν; Και εάν δεν υπάρχει «τεμπελιά» αλλά ένα σύνολο από φαινόμενα, όπως κύκλοι στην παραγωγική δραστηριότητα, σπουδαιότητα της δεύτερης εργασίας, ή χάσιμο χρόνου στις ουρές μπροστά στα καταστήματα όταν υπάρχουν ελλείψεις, γιατί επιμένουν να αποκαλούν αυτά τα φαινόμενα «τεμπελιά»; Η συζήτηση δεν είναι ξέχωρη από την πραγματικότητα. Συμμετέχει, μεταφράζει και μεταφέρει τις αντιθέσεις και ιδιαίτερα αυτές που προσπαθούν περισσότερο να κρύψουν.
Σχολιάστε