περί αλλοτρίωσης : δοσολογία, μέτρα και αντενδείξεις

10 Δεκεμβρίου, 2009

«Εγκλήματα και τιμωρίες στην ΕΣΣΔ και αλλού»:Μισέλ Φουκώ

Filed under: ΕΣΣΔ — katilinas @ 10:14 μμ

Ο συγγραφέας του Surveiller et Punir και της Ιστορίας της τρέλας δεν είχε επεκτείνει ποτέ τις αναλύσεις του πέρα από τη γαλλική κοινωνία. Απέναντι όμως στην τρομακτική λογική του Γκουλάγκ και των ψυχιατρικών εγκλεισμών, συγκατατέθηκε, στα 1976, σε μια συνέντευξη στον K.S. Karol, να σχεδιάσει πρόχειρα μια θεωρία της καταπίεσης, έτσι όπως εφαρμόζεται στον σημερινό κόσμο.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Παρατηρητήρια, αγκαθωτά σύρματα, αστυνομικά σκυλιά, κρατούμενοι που μεταφέρονται με φορτηγά σαν τα ζώα: αυτές τις δυστυχώς κλασικές εικόνες του κόσμου των στρατοπέδων συγκέντρωσης τις ξαναβρήκαν οι γάλλοι τηλεθεατές εδώ κι ένα μήνα σε ένα ντοκιμαντέρ για ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης στην ΕΣΣΔ.

Οι Σοβιετικοί αμφισβήτησαν στην αρχή την αυθεντικότητα του ντοκουμέντου. Ύστερα παραδέχτηκαν την ύπαρξη του στρατοπέδου αυτού αλλά, για να το δικαιολογήσουν, ισχυρίστηκαν ότι εκεί κλείνονταν μόνο κρατούμενοι του κοινού ποινικού δικαίου. Και πρέπει να πούμε ότι βρέθηκαν πολλοί άνθρωποι στη Γαλλία που είπαν: «Ε, καλά! Αν πρόκειται για κοινό ποινικό δίκαιο!» Τι σκεφτήκατε εσείς γι’ αυτές τις εικόνες και γι’ αυτές τις αντιδράσεις;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Οι Σοβιετικοί είπαν στην αρχή κάτι που με εξέπληξε φοβερά: «Δεν υπάρχει τίποτα το σκανδαλώδες σ’ αυτό το στρατόπεδο: η απόδειξη είναι το ότι βρίσκεται στο μέσο μιας πόλης· ο καθένας μπορεί να το δει». Λες και ήταν δικαιολογία το γεγονός ότι ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης βρίσκεται σε μια μεγάλη πόλη -στην περίπτωση μας στη Ρίγα- χωρίς να χρειάζεται να κρυφτεί! Λες και αυτό το θράσος να μην κρύβεις αυτό που κάνεις, εκεί όπου το κάνεις, σου δίνει το δικαίωμα να απαιτείς τη σιωπή και να την επιβάλλεις στους άλλους: ο κυνισμός που λειτουργεί σαν λογοκρισία- είναι ο συλλογισμός του Cyrano de Berzerak : εφόσον η μύτη μου είναι πελώρια και βρίσκεται στη μέση του προσώπου μου, δεν έχετε δικαίωμα να μιλάτε γι’ αυτήν. Σαν να μην έπρεπε να αναγνωρίσουμε, σ’ αυτήν την παρουσία ενός στρατοπέδου μέσα σε μια πόλη, το οικόσημο μιας εξουσίας που ασκείται χωρίς ντροπή, όπως ασκείται και στα δικά μας δημαρχεία, δικαστήρια και φυλακές. Πριν μάθουμε αν οι κρατούμενοι είναι «πολιτικοί», η εγκατάσταση του στρατοπέδου, σ’ αυτό το τόσο φανερό μέρος,και ο τρόμος που αναδίνει, είναι γεγονότα πολιτικά. Τα αγκαθωτά σύρματα που προεκτείνουν τους τοίχους των οικημάτων, οι προβολείς που διασταυρώνονται και το βήμα των φρουρών μέσα στη νύχτα, αυτό είναι πολιτική. Και είναι μια συγκεκριμένη πολιτική.

Το δεύτερο πράγμα που με εξέπληξε είναι το επιχείρημα που αναφέρατε: «Όπως κι αν έχει το πράγμα, αυτοί οι άνθρωποι εκεί είναι κατάδικοι του κοινού ποινικού δικαίου». Από την άλλη μεριά, ο σοβιετικός υφυπουργός δικαιοσύνης διευκρίνισε ότι στην ΕΣΣΔ δεν υπάρχει η έννοια του πολιτικού κρατουμένου. Μπορούν να καταδικαστούν μόνο εκείνοι που θέλουν να αποδυναμώσουν το κοινωνικό καθεστώς και το κράτος με την προδοσία, την κατασκοπία, την τρομοκρατία, τη διάδοση ψευδών ειδήσεων, τη συκοφαντική προπαγάνδα. Συνοπτικά, έδινε στο ποινικό αδίκημα τον ορισμό που δίνουν στο πολιτικό αδίκημα σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο.

Είναι κάτι λογικό και ταυτόχρονα αλλόκοτο. Πράγματι, στο σοβιετικό καθεστώς -είτε πρόκειται για μια «δικτατορία του προλεταριάτου» ή για το «κράτος ολόκληρου του λαού», ρωτήστε, παρακαλώ, τον Marchais- η διάκριση του «πολιτικού» και του «κοινού ποινικού δικαίου» πρέπει να καταργηθεί. Μου φαίνεται όμως πως αυτό γίνεται προς όφελος του πολιτικού. Κάθε επίθεση εναντίον της νομιμότητας -μια κλοπή, η πιο μικρή απάτη- είναι μια επίθεση όχι εναντίον των ιδιωτικών συμφερόντων αλλά εναντίον όλης της κοινωνίας, της ιδιοκτησίας του λαού, της σοσιαλιστικής παραγωγής, του πολιτικού σώματος. Θα καταλάβαινα τους Σοβιετικούς αν έλεγαν: «Σε μας δεν υπάρχει ούτε ένας κατάδικος κοινού ποινικού δικαίου, επειδή σε μας δεν υπάρχει πια ούτε ένα αδίκημα που να μην είναι πολιτικό». Στον σοβιετικό υπουργό θα ‘πρεπε να απαντήσουμε το εξής: «Είστε ψεύτης· ξέρετε ότι έχετε πολιτικούς κρατουμένους». Και να προσθέσουμε ευθύς αμέσως: «Εξάλλου, πώς γίνεται και μετά από εξήντα χρόνια σοσιαλισμό έχετε ακόμη καταδίκες κοινού ποινικού δικαίου;»

Μόνο που η «πολιτική» επεξεργασία της ποινικότητας θα απαιτούσε να απορριφθεί η περιφρόνηση που υπάρχει για τους «κοινού ποινικού δικαίου» και που είναι ένας από τους γενικούς συντελεστές συνοχής του ποινικού συστήματος.

Και ιδίως αυτό θα απαιτούσε να ‘ναι η αντίδραση στο αδίκημα εξίσου πολιτική με το χαρακτηρισμό που του αποδίνεται. Αλλά τα παρατηρητήρια, τα σκυλιά, τα μακριά γκρίζα παραπήγματα δεν είναι πολιτικά παρά μόνον επειδή φιγουράρουν αιωνίως στα οικόσημα του Hitler και του Stalin και επειδή τους χρησίμευαν για να απαλλάσσονται από τους εχθρούς τους. Ωστόσο, ως τεχνικές κολασμού (εγκλεισμός, στερήσεις, καταναγκαστική εργασία, βία, εξευτελισμοί) μοιάζουν πολύ με τον παλιό σωφρονιστικό μηχανισμό που επινοήθηκε τον 18ο αιώνα. Η Σοβιετική Ένωση τιμωρεί σύμφωνα με τη μέθοδο της «αστικής» τάξης πραγμάτων, θέλω να πω της τάξης πραγμάτων που υπήρχε πριν δύο αιώνες. Και, αντί να τροποποιήσει τις τεχνικές αυτές, τις ακολούθησε στις πιο σκληρές γραμμές τους και μάλιστα τις έκανε βαρύτατες και χειρότερες.

Αυτό που εξέπληξε τους τηλεθεατές είναι ότι νόμισαν πως είδαν να περνάει, μέσα στις σκηνές, ανάμεσα σε σκυλιά και πολυβόλα, ανάμεσα στα φτωχά αναστημένα φαντάσματα του Νταχάου, η παμπάλαιη αλυσίδα των καταδίκων κάτεργου: το δίχως χρόνο και τόπο θέαμα με το οποίο οι εξουσίες κατασκευάζουν εδώ και δύο αιώνες τη φρίκη.

ΕΡ.: Αλλά η εξήγηση αυτών των παραδόξων δεν βρίσκεται στο γεγονός ότι η ΕΣΣΔ ισχυρίζεται πως είναι σοσιαλιστική χωρίς να είναι καθόλου στην πραγματικότητα; Από δω απορέει, κατ’ ανάγκη, η υποκρισία των σοβιετικών διευθυνόντων και η ανακολουθία των επίσημων δικαιολογιών τους. Μου φαίνεται πως εδώ και λίγα χρόνια έχει γίνει φανερό ότι, αν αυτή η κοινωνία δεν βρίσκει τα μέσα «αυτοδιόρθωσης» όπως έλπιζε τη στιγμή που γινόταν το 20ό Συνέδριο του Κομουνιστικού Κόμματος, είναι γιατί οι ατέλειες της είναι δομικές, βρίσκονται στον τρόπο παραγωγής κι όχι μόνο στο επίπεδο μιας περισσότερο ή λιγότερο γραφειοκρατικοποιημένης πολιτικής εποπτείας.

ΑΠ.: Είναι αλήθεια ότι οι Σοβιετικοί τροποποίησαν το καθεστώς της ιδιοκτησίας και το ρόλο του κράτους στον έλεγχο της παραγωγής: για όλα τα υπόλοιπα όμως απλώς μετέφεραν στη χώρα τους τις τεχνικές διαχείρισης και εξουσίας που είχαν επινοηθεί στην καπιταλιστική Ευρώπη του 19ου αιώνα. Οι τύποι ηθικότητας, οι μορφές αισθητικής, οι πειθαρχικές μέθοδοι, οτιδήποτε λειτουργούσε αποτελεσματικά στην αστική κοινωνία από το 1850 ήδη πέρασε αναλλοίωτο στο σοβιετικό καθεστώς. Νομίζω ότι το σύστημα της φυλάκισης επινοήθηκε ως γενικευμένο ποινικό σύστημα στη διάρκεια του 18ου αιώνα και εφαρμόστηκε στην πράξη τον 19ο αιώνα σε σύνδεση με την ανάπτυξη των καπιταλιστικών κοινωνιών και του Κράτους που αντιστοιχούσε σ’ αυτές τις κοινωνίες.

Η φυλακή δεν είναι άλλωστε παρά μια από τις τεχνικές εξουσίας που ήταν απαραίτητες για να διασφαλιστεί η ανάπτυξη και ο έλεγχος των παραγωγικών δυνάμεων. Η πειθαρχία του εργαστηρίου, η σχολική πειθαρχία, η στρατιωτική πειθαρχία, όλες οι πειθαρχίες ύπαρξης γενικά ήταν τεχνικές επινοήσεις αυτής της εποχής. Κάθε τεχνική μπορεί όμως να μεταφερθεί. Οι Σοβιετικοί, όπως ακριβώς χρησιμοποίησαν τον τεϊλορισμό και άλλες μορφές διαχείρισης που είχαν δοκιμαστεί στη Δύση, έτσι υιοθέτησαν και τις πειθαρχικές τεχνικές μας, προσθέτοντας στο οπλοστάσιο μας κι ένα καινούριο όπλο, την κομματική πειθαρχία.

ΕΡ.: Μου φαίνεται ότι οι σοβιετικοί πολίτες δυσκολεύονται πιο πολύ από τους δυτικούς να καταλάβουν την πολιτική σημασία αυτών των μηχανισμών. Την απόδειξη τη βλέπω, μεταξύ άλλων, και στο ότι οι αντιφρονούντες του καθεστώτος έχουν δυστυχώς πολλές προκαταλήψεις απέναντι στους ποινικούς κρατουμένους. Η περιγραφή των ποινικών από τον Soljenitsyn σού προκαλεί ρίγος. Τους παρουσιάζει σαν υπανθρώπους που δεν ξέρουν ούτε να εκφραστούν σε μια οποιαδήποτε γλώσσα και που δεν δείχνουν την παραμικρή συμπόνια.

ΑΠ.: Είναι σίγουρο ότι η εχθρότητα που εκδηλώνεται προς τους ποινικούς από κείνους που θεωρούνται στην ΕΣΣΔ πολιτικοί κρατούμενοι μπορεί να σοκάρει όσους πιστεύουν ότι στη βάση της εγκληματικότητας υπάρχει η αθλιότητα, η εξέγερση, η άρνηση των εκμεταλλεύσεων και των υποδουλώσεων. Αλλά πρέπει να δρύμε τα πράγματα στην τακτική τους σχετικότητα. Πρέπει να πάρουμε υπόψη μας το γεγονός ότι ο πληθυσμός των «ποινικών», τόσο στην ΕΣΣΔ όσο και στη Γαλλία και αλλού, υφίσταται σε φοβερό βαθμό έλεγχο και χειραγώγηση από την ίδια την εξουσία. Και στους εγκληματίες και στους μη εγκληματίες, μειοψηφία είναι πάντα οι «εξεγερμένοι», και πλειοψηφία οι «υποταγμένοι». Πιστεύετε ότι θα μπορούσε να διατηρηθεί για τόσο πολύν καιρό, συντηρώντας τις φυλακές, ένα σύστημα κολασμού που έχει κύριο αποτέλεσμα την υποτροπή, αν η εγκληματικότητα δεν «ήταν χρήσιμη» με τον ένα ή τον άλλο τρόπο; Από τον 19ο αιώνα ήδη, δηλαδή από πολύ νωρίς, έγινε αντιληπτό ότι η φυλακή μετέτρεπε τις περισσότερες φορές τον καταδικασμένο σε εγκληματία εφ’ όρου ζωής. Πιστεύετε ότι δεν θα ήταν δυνατόν να επινοηθούν άλλα μέσα τιμωρίας, αν αυτή ακριβώς η επαγγελματοποίηση του παραβάτη δεν επέτρεπε να δημιουργηθεί «μια εφεδρική στρατιά της εξουσίας» (για να διευθύνει τις διάφορες μορφές εμπορίου, π.χ. την πορνεία· για να παρέχει πληροφοριοδότες, μεσολαβητές, απεργοσπάστες, προβοκάτορες στα συνδικάτα και, πιο πρόσφατα, σωματοφύλακες για τους υποψηφίους των εκλογών, ακόμη και των προεδρικών);

Κοντολογίς, υπάρχει μια παλιά ιστορική αντιδικία ανάμεσα στους «ποινικούς» και στους πολιτικούς αντιφρονούντες. Κι αυτό ακόμη περισσότερο στο βαθμό που όλες οι εξουσίες ήθελαν πάντα να εντάξουν και τους μεν και τους δε στην ίδια «εγωιστική», συμφεροντολόγα και άγρια εγκληματικότητα.

Δεν λέω ότι οι ποινικοί στην ΕΣΣΔ είναι πιστοί υπηρέτες της εξουσίας. Αναρωτιέμαι όμως αν δεν είναι απαραίτητο για τους πολιτικούς (που είναι αναγκασμένοι να αγωνίζονται σε πολύ δύσκολες συνθήκες) να διαχωρίσουν τους εαυτούς τους απ’ αυτήν τη μάζα, να δείξουν καλά ότι ο αγώνας τους δεν είναι αγώνας των «κλεφτών και των δολοφόνων» με τους οποίους θέλουν να τους εξομοιώσουν. Αυτό όμως δεν μπορεί να είναι παρά μια τακτική.

Όπως κι αν έχει το πράγμα, μου φαίνεται δύσκολο να αποδοκιμάσουμε τη στάση των σοβιετικών διαφωνούντων που φροντίζουν να μην αφήνουν να συγχέονται με τους «ποινικούς». Σκέφτομαι ότι πολλοί αντιστασιακοί, όταν συλλήφθηκαν κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής, προσπάθησαν με κάθε τρόπο (για πολιτικούς λόγους) να μην εξομοιωθούν με τους μαυραγορίτες, παρόλο που η μοίρα των δεύτερων ήταν λιγότερο τρομερή.

Αν μου υποβάλλατε το ίδιο ερώτημα για σήμερα και για μια χώρα σαν τη Γαλλία, η απάντηση μου θα ‘ταν διαφορετική. Νομίζω ότι θα ‘πρεπε να δείξουμε τη μεγάλη διαβάθμιση των παράνομων συμπεριφορών -από την ενίοτε τιμώμενη και πάντα ανεκτή συμπεριφορά του μεγαλέμπορου ναρκωτικών ή όπλων που χρησιμοποιεί προς όφελος του τους νόμους ώς την καταδιωκόμενη και τιμωρούμενη συμπεριφορά του μικροκλέφτη που αρνείται τους νόμους, τους αγνοεί ή παγιδεύεται συχνά απ’ αυτούς· θα ‘πρεπε να δείξουμε τι μερίδιο δίνει στην καθεμιά η ποινική μηχανή. Η σημαντική διαφορά εδώ δεν είναι ανάμεσα στους «ποινικούς» και στους πολιτικούς αλλά ανάμεσα στους χρήστες του νόμου, που κάνουν κερδοφόρες και ανεκτές παρανομίες, και στις υποτυπώδεις παρανομίες τις οποίες χρησιμοποιεί ο ποινικός μηχανισμός για να κατασκευάσει μόνιμους εγκληματίες.

ΕΡ.: Από την άλλη μεριά όμως υπάρχει, τόσο στην ΕΣΣΔ όσο και σ’ εμάς, ένα βαθύ χάσμα ανάμεσα στα λαϊκά στρώματα και στους καταδικασμένους του ποινικού δικαίου. Πρόσφατα είδα στην ιταλική τηλεόραση μια εκπομπή που το τελευταίο πλάνο της έδειχνε ένα νεκροταφείο στην αυλή μιας φυλακής. Εκεί είναι θαμμένοι χωρίς ταφή άξια του ονόματος αυτού όσοι πέθαναν κατά τη διάρκεια της ποινής τους. Οι οικογένειες δεν έρχονται να πάρουν το λείψανο επειδή η μεταφορά στοιχίζει ακριβά αλλά και επειδή νιώθουν ντροπή. Οι εικόνες αυτές μού φαίνεται πως φέρουν έναν βαθύ κοινωνικό συμβολισμό.

ΑΠ.: Η ρήξη ανάμεσα στην κοινή γνώμη και τους εγκληματίες έχει την ίδια ιστορική προέλευση με το σύστημα της φυλακής. Ή μάλλον είναι ένα από τα σημαντικά οφέλη που αποκόμισε η εξουσία από αυτό το σύστημα. Μέχρι τον 18ο αιώνα -και, σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, μέχρι τον 19ο αιώνα ή ακόμη και τις αρχές του 20ού- δεν υπήρχε ανάμεσα στους εγκληματίες και στα πλατιά στρώματα του πληθυσμού η σχέση εχθρότητας που υπάρχει σήμερα. Το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών ήταν τόσο βαθύ, η εχθρότητα μεταξύ τους τόσο μεγάλη που ο κλέφτης -αυτός ο σφετεριστής του πλούτου- ήταν πρόσωπο που γινόταν δεκτό με αρκετά καλό τρόπο.

Μέχρι τον 17ο αιώνα ο ληστής και ο κλέφτης εύκολα μπορούσαν να μετατραπούν σε ηρωικά πρόσωπα. Ο Mandrin, ο Guillery κτλ. άφησαν στη λαϊκή μυθολογία μια εικόνα που, παρά τις σκιές που τη θόλωναν, ήταν πολύ θετική. Το ίδιο έγινε και με τους σικελούς και κορσικανούς ληστές, με τους ναπολιτάνους κλέφτες… Αυτή η παράνομη συμπεριφορά που γινόταν ανεκτή από το λαό άρχισε να φαίνεται σαν σοβαρός κίνδυνος όταν η καθημερινή κλοπή, η μικροαπάτη έγιναν πολύ δαπανηρές για τη βιομηχανική εργασία και για την αστεϊκή ζωή. Τότε επιβλήθηκε μια καινούρια πειθαρχία σε όλες τις κοινωνικές τάξεις (εντιμότητα, ακρίβεια, αποταμίευση, απόλυτος σεβασμός της ιδιοκτησίας).

Χρειαζόταν λοιπόν, από τη μια μεριά, να προστατευτεί αποτελεσματικότερα ο πλούτος και, από την άλλη, να αποκτήσει ο λαός μια αρνητική στάση απέναντι στην παράνομη συμπεριφορά. Έτσι, η εξουσία κατάφερε να δημιουργήσει -και η φυλακή συνέβαλε πολύ σ’ αυτό- έναν πυρήνα παρανόμων που δεν είχαν πραγματική επικοινωνία με τα πλατιά στρώματα του πληθυσμού και που δεν γίνονταν δεκτοί με ανεκτικότητα απ’ αυτά τα στρώματα. Εξαιτίας μάλιστα της απομόνωσης αυτής ο πυρήνας των παρανόμων μπορούσε εύκολα να γίνει προσιτός στην αστυνομία (η οποία μπορούσε να διεισδύσει σ’ αυτόν) και μπορούσε να αναπτύξει την ιδεολογία του «ειδικού περιβάλλοντος» που σχηματίστηκε κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Δεν πρέπει λοιπόν να παραξενευόμαστε που βρίσκουμε σήμερα στον πληθυσμό μια δυσπιστία, μια περιφρόνηση, μια έχθρα για τον παράνομο: είναι το αποτέλεσμα αυτών των πενήντα χρόνων πολιτικής, αστυνομικής, ιδεολογικής δουλειάς. Δεν πρέπει επίσης να παραξενευόμαστε που βρίσκουμε το ίδιο φαινόμενο στην ΕΣΣΔ σήμερα.

ΕΡ.: Ένα μήνα μετά την προβολή από την τηλεόραση του ντοκουμέντου για το στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Ρίγα, η απελευθέρωση του μαθηματικού Leonid Pliouchtch έφερε στο προσκήνιο της επικαιρότητας μια άλλη πλευρά της καταπίεσης στην ΕΣΣΔ που,αλίμονο, είναι αρκετά παλιά: τον εγκλεισμό των αντιφρονούντωνσε ψυχιατρικά ιδρύματα.

ΑΠ.: Ο εγκλεισμός ενός πολιτικού αντιφρονούντος σε ένα άσυλο είναι ιδιαίτερα παράδοξος για μια χώρα που λέει ότι είναι σοσιαλιστική. Όταν πρόκειται για έναν δολοφόνο ή για τον βιαστή ενός μικρού κοριτσιού, το να ψάξεις να βρεις τα κίνητρα του αδικήματος στην παθολογία του δράστη και να προσπαθήσεις να τον θεραπεύσεις με μια κατάλληλη αγωγή είναι κάτι που θα μπορούσε ίσως να δικαιολογηθεί -εν πάση περιπτώσει δεν είναι παράλογο.

Αντίθετα, ο πολιτικός αντιφρονών (θέλω να πω εκείνος που δεν δέχεται το σύστημα, δεν το καταλαβαίνει, το αρνείται) είναι, απ’όλους τους πολίτες της ΕΣΣΔ, εκείνος που δεν θα ‘πρεπε σε καμιά περίπτωση να θεωρηθεί άρρωστος: θα ‘πρεπε να ‘ναι το αντικείμενο μιας παρέμβασης αποκλειστικά πολιτικού χαρακτήρα, που θα ‘χε σκοπό να του ανοίξει τα μάτια, να του ανεβάσει το επίπεδο συνείδησης, να τον κάνει να καταλάβει ότι η σοβιετική πραγματικότητα είναι κατανοητή και αναγκαία, επιθυμητή και αξιαγάπητη.

Αλλά, αντίθετα, οι πολιτικοί αντιφρονούντες γίνονται περισσότερο απ’ τους άλλους αντικείμενο μιας θεραπευτικής παρέμβασης. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι δέχεσαι εξαρχής ότι δεν είναι δυνατόν, με λογικούς όρους, να πείσεις κάποιον ότι η εναντίωσή του δεν στέκει;

Δεν σημαίνει ότι δέχεσαι ότι το μόνο μέσο για να κάνεις παραδεκτή τη σοβιετική πραγματικότητα σε όσους δεν την αγαπούν, είναι να επέμβεις αυταρχικά, με φαρμακευτικές τεχνικές, στις ορμόνες και στους νευρώνες τους; Υπάρχει εδώ ένα πολύ αποκαλυπτικό παράδοξο: η σοβιετική πραγματικότητα δεν μπορεί να γίνει αγαπητή παρά μόνο με το λαργκακτίλ. Μήπως είναι «ανησυχητική» και γι’ αυτό χρειάζονται τα «ηρεμιστικά» για να την κάνουν αποδεκτή; Οι ηγέτες του καθεστώτος απαρνήθηκαν την ορθολογικότητα της «επανάστασης» τους, φροντίζοντας πια μόνο για τη διατήρηση των μηχανισμών της ευπείθειας; Σε τελευταία ανάλυση, οι κολαστήριες τεχνικές που χρησιμοποιούνται στην ΕΣΣΔ αποκαλύπτουν αυτή τη θεμελιώδη άρνηση όλων των στοιχείων που χαρακτηρίζουν το σοσιαλιστικό σχέδιο.

ΕΡ.: Υπάρχει όμως κι εκεί μια εξέλιξη. Ο καταπιεστικός χαρακτήρας του συστήματος μαλάκωσε πολύ. Τον καιρό του Stalin όλος ο κόσμος έτρεμε: σήμερα είσαστε διευθυντής ενός εργοστασίου- αύριο μπορούσατε να βρεθείτε σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης. Σήμερα υπάρχει ένας ορισμένος αριθμός από ανθρώπους που δεν μπορεί να τους θίξει το καθεστώς. Αν είστε ακαδημαϊκός, δεν πάτε πια φυλακή. Όχι μόνο ο Ζαχάροφ είναι συνεχώς ελεύθερος,αλλά και από τους εξακόσιους σοβιετικούς ακαδημαϊκούς μόνο οι εβδομήντα υπέγραψαν το κείμενο που κατάγγελλε τον Ζαχάροτρ. Αυτό σημαίνει ότι οι άλλοι είχαν τη δυνατότητα να πουν: «Όχι, δεν υπογράφω». Πριν από είκοσι χρόνια αυτό ήταν αδιανότητο.

ΑΠ.: Λέτε πως ο τρόμος μειώθηκε. Αυτό είναι σίγουρο. Αλλά, κατά βάθος, ο τρόμος δεν είναι το αποκορύφωμα της πειθαρχίας αλλά η αποτυχία της. Στο σταλινικό καθεστώς, ακόμη και ο αρχηγός της αστυνομίας μπορούσε να εκτελεστεί μια ωραία πρωία καθώς έβγαινε από το υπουργικό συμβούλιο. Κανένας αρχηγός του NKVD δεν πέθανε στο κρεβάτι του. Υπήρχε ένα σύστημα από το οποίο δεν μπορούσε να αποκλειστεί ο κλονισμός και η αλλαγή· τελικά, κάτι μπορούσε να συμβεί. Ας πούμε ότι ο τρόμος είναι πάντα αντιστρεπτός· στρέφεται μοιραία εναντίον αυτών που τον ασκούν. Ο φόβος είναι κυκλικός. Από τη στιγμή όμως που οι υπουργοί, οι αστυνόμοι, οι ακαδημαϊκοί, όλοι οι υπεύθυνοι του Κόμματος γίνονται μόνιμοι και δεν έχουν να φοβηθούν πια καθόλου για την ακεραιότητα τους, η πειθαρχία λειτουργεί κάτω σε πλήρη ένταση χωρίς να υπάρχει ακόμη και η κάπως χιμαιρική αλλά πάντα παρούσα δυνατότητα για μια αντιστροφή. Η πειθαρχία θριαμβεύει, δίχως σκιά και δίχως κίνδυνο.

Νομίζω ότι οι κοινωνίες του 18ου αιώνα επινόησαν την πειθαρχία επειδή οι μεγάλοι μηχανισμοί του τρόμου είχαν γίνει πολύ δαπανηροί και πολύ επικίνδυνοι. Από την αρχαιότητα και μετά τι ήταν ο τρόμος; Ήταν ο στρατός, στις διαθέσεις του οποίου παραδινόταν ένας ολόκληρος πληθυσμός. Ήταν ο στρατός, ο οποίος έκαιγε, λεηλατούσε, βίαζε, έσφαζε. Ένας βασιλιάς, όταν ήθελε να εκδικηθεί για μια εξέγερση, εξαπέλυε τα στρατεύματα του. Μέσο θεαματικό αλλά δαπανηρό, το οποίο δεν ήταν πια δυνατόν να χρησιμοποιηθεί από τη στιγμή που υπήρχε μια οικονομία υπολογισμένη με φροντίδα, από τη στιγμή που δεν ήταν δυνατόν πια να θυσιαστούν οι συγκομιδές, οι μανουφακτούρες, οι βιομηχανικοί εξοπλισμοί. Εξού και η αναγκαιότητα να βρεθεί κάτι άλλο: οι εφαρμοσμένες, συνεχείς και σιωπηρές πειθαρχίες.

Το στρατόπεδο συγκέντρωσης ήταν μια ενδιάμεση φόρμουλα ανάμεσα στον μεγάλο τρόμο και στην πειθαρχία, στο βαθμό που επέτρεπε, από τη μια μεριά, τον εκφοβισμό των ανθρώπων και, από την άλλη, την υποταγή των επίφοβων μέσα σε ένα πειθαρχικό πλαίσιο που ήταν όμοιο με του στρατώνα, του νοσοκομείου, του εργοστασίου, αλλά πολλαπλασιασμένο επί δέκα, επί εκατό, επί χίλια…

ΕΡ.: Ξαναβρίσκουμε εδώ την εντελώς εσφαλμένη αλλά κοινή σε όλα τα σωφρονιστικά συστήματα ιδέα ότι η χειρωνακτική εργασία είναι ένα μέσο επανόρθωσης.

ΑΠ.: Πρόκειται για κάτι που ήταν ήδη εγγεγραμμένο στο ευρωπαϊκό κολαστήριο σύστημα του 19ου αιώνα: αν κάποιος διέπραττε ένα αδίκημα ή ένα έγκλημα, το ‘κανε επειδή δεν εργαζόταν. Αν εργαζόταν, δηλαδή αν είχε πιαστεί από το πειθαρχικό σύστημα που προσηλώνει το άτομο στην εργασία του, δεν θα ‘χε διαπράξει το αδίκημα. Επομένως, με ποιον τρόπο πρέπει να τον τιμωρήσουμε; Φυσικά, με την εργασία. Το παράδοξο όμως είναι ότι αυτή η εργασία που παρουσιάζεται σαν επιθυμητή και σαν μέσο επανεισαγωγής του παραβάτη στην κοινωνία χρησιμοποιείται τελικά σαν όργανο φυσικής δίωξης, επιβάλλοντας στον καταδικασμένο, από το πρωί ώς το βράδυ, την πιο άχαρη, μονότονη, βάναυση, κουραστική, εξαντλητική και, στην έσχατη περίπτωση, θανάσιμη εργασία.

Παράξενη πολυσθένεια της εργασίας: τιμωρία, αρχή ηθικής μεταστροφής, τεχνική επαναπροσαρμογής, κριτήριο βελτίωσης και τελικός σκοπός. Η χρησιμοποίηση της, σύμφωνα μ’ αυτό το σχήμα, είναι ακόμη πιο παράδοξη στην ΕΣΣΔ. Από δύο πράγματα, το ένα: ή η εργασία που επιβάλλεται στους κρατούμενους (ποινικούς ή πολιτικούς, δεν έχει και μεγάλη σημασία εδώ) είναι ίδιας φύσης με την εργασία όλων των εργαζομένων στην ΕΣΣΔ. Αλλά αυτή η εργασία που δεν είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης, που είναι απο-αλλοτριωμένη, σοσιαλιστική, δεν πρέπει να ‘ναι πάρα πολύ απεχθής, εφόσον δεν μπορεί να επιτελείται παρά μόνο μέσα σε συρματοπλέγματα και με σκυλιά σε επιφυλακή; Ή πρόκειται για μια υποεργασία, για μια εργασία-τιμωρία. Πρέπει όμως να πιστέψουμε ότι μια σοσιαλιστική χώρα προωθεί την ηθική και πολιτική επαναδιαπαιδαγώγηση των πολιτών της μέσω μιας τόσο υποτιμητικής καρικατούρας της εργασίας; Μου φαίνεται άλλωστε πως ούτε η Κίνα ξεφεύγει απ’ αυτήν την παράδοξη χρησιμοποίηση της εργασίας ως τιμωρίας…

Πολύν καιρό ασχολήθηκαν οι άνθρωποι με το ποιες πράξεις έπρεπε να τιμωρούνται· πολύν καιρό ασχολήθηκαν επίσης με τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να τιμωρούν. Και να που ήρθαν τώρα τα παράξενα ερωτήματα: «Πρέπει να τιμωρούμε;», «Τι σημαίνει τιμωρώ;», «Γιατί αυτή η σύνδεση, η φαινομενικά τόσο αυτονόητη, μεταξύ εγκλήματος και τιμωρίας;». Το ότι πρέπει να τιμωρούμε ένα έγκλημα μας είναι πολύ οικείο, πολύ κοντινό, πολύ αναγκαίο και, ταυτόχρονα, κάτι σκοτεινό μάς κάνει να αμφιβάλλουμε. Παρατηρήστε τη φαύλη ανακούφιση όλων -δικαστών, δικηγόρων, κοινής γνώμης, δημοσιογράφων- όταν φτάνει εκείνο το καθαγιασμένο από το νόμο και την αλήθεια πρόσωπο που λέει: «Μα όχι, ησυχάστε, μην ντρέπεστε να τιμωρήσετε, δεν θα τιμωρήσετε αλλά, χάρη,σε μένα που είμαι γιατρός (ή ψυχίατρος ή ψυχολόγος), θα επαναπροσαρμόσετε και θα θεραπεύσετε». «Λοιπόν, φυλακή» λένε οι δικαστές στον κατηγορούμενο. Και σηκώνονται εκστατικοί γιατί έχουν αθωωθεί. Το να προτείνουμε μια «άλλη λύση» για την τιμωρία δεν είναι παρά μια αποφυγή του αληθινού προβλήματος, που δεν είναι το πρόβλημα του νομικού πλαισίου του κολασμού ούτε της τεχνικής του, αλλά το πρόβλημα της εξουσίας που τιμωρεί.

Γι’ αυτόν το λόγο με ενδιαφέρει αυτό το πρόβλημα της ποινικότητας στην ΕΣΣΔ. Μπορεί βέβαια κανείς να κοροϊδέψει τις θεωρητικές αντιφάσεις που σημαδεύουν την ποινική πρακτική των Σοβιετικών αλλά πρόκειται για θεωρίες που σκοτώνουν και για αντιφάσεις λάσπης και αίματος. Μπορεί επίσης κανείς να εκπλαγεί με το ότι οι Σοβιετικοί δεν μπόρεσαν να επεξεργαστούν καινούριες απαντήσεις για τα εγκλήματα, για τις εναντιώσεις και για τα διάφορα αδικήματα- μπορεί κανείς ή μάλλον πρέπει να αγανακτήσει με το ότι δανείστηκαν τις μεθόδους που εφάρμοζε η αστική τάξη κατά την περίοδο της μεγαλύτερης ρώμης της (στην αρχή του 19ου αιώνα), και με το ότι τις μεγέθυναν και τις έκαναν πιο σχολαστικές, με την έννοια του απείρως μεγάλου και του απείρως μικρού.

Η μηχανική της εξουσίας, τα συστήματα ελέγχου, επιτήρησης, κολασμού που υπάρχουν σήμερα στην ΕΣΣΔ είναι, με μεγαλύτερες διαστάσεις, τα συστήματα που είχε ανάγκη (με μια μορφή πολύ περιορισμένη και ασχημάτιστη) για μια περίοδο η αστική τάξη της Δύσης για να εδραιώσει την κυριαρχία της. Αυτό όμως μπορούμε να το πούμε και για πολλούς πραγματικούς ή φανταστικούς σοσιαλισμούς- ανάμεσα στην ανάλυση της εξουσίας στο αστικό κράτος και στη θέση του μελλοντικού μαρασμού της δεν υπάρχει η ανάλυση, η κριτική, το γκρέμισμα, η ανατροπή των μηχανισμών εξουσίας. Ο σοσιαλισμός, οι σοσιαλισμοί δεν χρειάζονται μια άλλη κάρτα των ατομικών ελευθεριών ή μια νέα διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου: αυτό είναι κάτι εύκολο, άρα ανώφελο. Αν θέλουν να αγαπηθούν και να μην αποθαρρύνουν πια, αν θέλουν να γίνουν επιθυμητοί, πρέπει να απαντήσουν στο ερώτημα της εξουσίας και της άσκησης της. Πρέπει να επινοήσουν μια άσκηση της εξουσίας που να μην προκαλεί φόβο. Αυτό θα ήταν η καινοτομία τους.

Μισέλ Φουκώ

από τη συλλογή συνεντεύξεων «Εξουσία, γνώση και ηθική»

εκδόσεις Ύψιλον σελ.39-50

1 σχόλιο »

  1. what?

    Σχόλιο από κωνσταντινα — 2 Ιουνίου, 2010 @ 1:51 μμ


RSS feed for comments on this post. TrackBack URI

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: