“Η ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ”
|
Β.Ι. Λένιν : Απόσπασμα από τα Φιλοσοφικά Τετράδια(τόμος 29ος) :
Περίληψη του βιβλίου του Φωϋερμπαχ «Διαλεξεις για την ουσία της θρησκείας»(1851) κατεβάστε τις σημείωσεις (2,6MB – 20+σελίδες) του Λένιν για το έργο του Φώυερμπαχ εδώ : |
“Η ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ”
(1841) , Λουδοβίκος Φώϋερμπαχ
εκδ.Αναγνωστίδη σελίδες 210-216
κεφάλαιο : “Η αυθεντική, δηλαδή η ανθρωπολογική ουσία της θρησκείας” :
XIII. Το μυστήριο της ανάστασης και της υπερφυσικής γέννησης.
«Η ποιότητα της αποδοχής για το συναίσθημα δεν ισχύει μόνο για τα πρακτικά θαύματα, εκεί όπου είναι ολοφάνερη, μιας και άφορα άμεσα την καλοπέραση, την επιθυμία του ανθρώπινου ατόμου ισχύει ακόμα και για τα θεωρητικά ή πιο σωστά τα δογματικά θαύματα: επίσης για το θαύμα τής ανάστασης και τής υπερφυσικής γέννησης.
Ο άνθρωπος αισθάνεται, το λιγότερο στην κατάσταση της καλοπέρασης, την επιθυμία να μην πεθαίνει. Πρωταρχικά η επιθυμία αυτή είναι το ίδιο με το ένστικτο τής συντήρησης. Ό,τι ζει, θέλει να επικυρωθεί, θέλει να ζήσει και συνεπώς να μην πεθάνει. Η πρώτη αυτή αρνητική επιθυμία, κάτω απ’ την πίεση της ζωής και ιδιαίτερα της αστικής και πολιτικής ζωής, γίνεται στον υστερότερο στοχασμό και το μεταγενέστερο συναίσθημα, θετική επιθυμία, η επιθυμία μιας ζωής και, στην πραγματικότητα μιας καλύτερης ζωής ύστερ’ απ’ το θάνατο. Άλλα στην επιθυμία αυτή υπάρχει ταυτόχρονα η επιθυμία της βεβαιότητας αυτής της ελπίδας. Ο ορθός λόγος δε μπορεί να εκπληρώσει αυτή την ελπίδα. Συνεπώς είπαν: όλες οι αποδείξεις τής αθανασίας είναι ανεπαρκείς, ή ακόμα: από μόνος του ο ορθός λόγος είναι ανίκανος να τη γνωρίσει, κι’ ακόμα λιγότερο να την αποδείξει. Είπαν ακόμα και δικαιολογημένα: το λογικό δε δίδει παρά γενικές, αφηρημένες αποδείξεις δε μπορεί να μου δώσει τη βεβαιότητα της προσωπικής μου διάρκειας,ενώ αυτή η βεβαιότητα αναζητιέται. Όμως σε μια τέτοια βεβαιότητα ανήκει μια άμεση πεποίθηση πού πέφτει στις αισθήσεις, μια πραγματική επικύρωση. Αυτή δε μπορεί να μου δοθεί παρά μονάχα από το γεγονός ότι ένας νεκρός, που ο θάνατος του υπήρξε για μας πρωτύτερα πράγμα βέβαιο, ανασταίνεται απ’ τον τάφο — ένας νεκρός, στην πραγματικότητα, που δεν είναι αδιάφορος, αλλά το πρωτότυπο για τους άλλους, κατά τρόπο πού η ανάσταση του να είναι επίσης το πρωτότυπο, η εγγύηση για την ανάσταση των άλλων. Η ανάσταση του Χριστού, αποτελεί συνεπώς την ικανοποίηση της ανθρώπινης επιθυμίας, μια άμεση βεβαιότητα πού άφορα την προσωπική διάρκεια ύστερ’ απ’ το θάνατο — την προσωπική αθανασία, σαν ένα αναμφισβήτητο, αισθητό γεγονός.
Στους ειδωλολάτρες φιλοσόφους το ζήτημα της αθανασίας ήταν ζήτημα πού σ’ αυτό το ενδιαφέρον τής προσωπικότητας ήταν επουσιώδες.
Στην περίπτωση αυτή επρόκειτο βασικά, για τη φύση της ψυχής, του πνεύματος, για το θεμέλιο της ζωής. Στη σκέψη για την αθανασία του θεμέλιου της ζωής, δεν υπάρχει καθόλου άμεσα η σκέψη, ακόμα λιγότερο η βεβαιότητα της προσωπικής αθανασίας. Γι’ αυτό η έκφραση των Αρχαίων σχετικά με το αντικείμενο αυτό, είναι τόσο απροσδιόριστη, τόσο αντιφατική, τόσο αβέβαιη. Οι χριστιανοί αντίθετα, αναμφισβήτητα βέβαιοι ότι οι προσωπικές επιθυμίες τους, ευχάριστες στο συναίσθημα, θα εκπληρωθούν, δηλαδή, βέβαιοι για τη θεϊκή ουσία του συναισθήματος τους, και για την αλήθεια και την αγιότητα των συναισθημάτων τους ύψωσαν αυτό πού, για τούς Αρχαίους, είχε σημασία θεωρητικού προβλήματος, σε άμεσο γεγονός έκαναν ένα πρόβλημα θεωρητικό, ανοικτό καθ’ εαυτό, μια αναγκαστική βεβαιότητα που η άρνηση της ισοδυναμούσε με κείνο το έγκλημα καθοσίωσης, πού είναι το έγκλημα του αθεϊσμού. Όποιος αρνιέται την ανάσταση, αρνιέται την ανάσταση του Χριστού όποιος αρνιέται την ανάσταση του Χριστού αρνιέται το Χριστό, όμως αυτός που αρνιέται το Χριστό, αρνιέται το Θεό. Έτσι ο «πνευματικός» χριστιανισμός μετέτρεψε ένα πράγμα πνευματικό σε πράγμα χωρίς πνεύμα! Για το χριστιανό η αθανασία του ορθού λόγου ήταν πάρα πολύ «αφηρημένη», «αρνητική» στην καρδιά τους ταίριαζε μονάχα η προσωπική αθανασία του αισθήματος όμως αυτή δε βρίσκει εγγύηση παρά στην ανάσταση της σάρκας. Η ανάσταση της σάρκας είναι ο υπέρτατος θρίαμβος του χριστιανισμού πάνω στην υψηλή αλλά ασφαλή πνευματικότητα και αντικειμενικότητα των αρχαίων. Γι αυτό η ανάσταση δεν κατάφερε να περάσει ποτέ στο μυαλό των ειδωλολατρών.
Όμως, όπως η ανάσταση, τέρμα για την άγια ιστορία, — μια διήγηση πού δεν έχει την σημασία μιας εκφρασμένης ιστορίας, αλλά της αλήθειας προσωπικά — είναι η εκπλήρωση μιας επιθυμίας, το ίδιο και η αρχή της η υπερφυσική γέννηση, αν κι’ αυτή δεν ανάγεται σ’ ενα άμεσο προσωπικό ενδιαφέρον, αλλά πιο πολύ σ’ ένα υποκειμενικό, ιδιαίτερο συναίσθημα.
Όσο περισσότερο ο άνθρωπος αποξενώνεται απ’ τη φύση, τόσο πιο υποκειμενικό, δηλαδή υπερφυσικό, ή αντιφυσικό γίνεται το όραμα του, τόσο μεγαλύτερη είναι η ντροπαλή φρίκη πού δοκιμάζει μπροστά στη φύση ή το λιγότερο μπροστά στα φυσικά πράγματα και τις φυσικές διεργασίες, που ξεπερνώντας τη φαντασία του τον καταθλίβουν μ’ αντίθετες συγκινήσεις (*1)
Βέβαια ο ελεύθερος άνθρωπος, ο αντικειμενικός άνθρωπος, βρίσκει επίσης αντιξοότητες και αηδίες στη φύση, αλλά τις αντιλαμβάνεται σαν αναπόφευκτες φυσικές συνέπειες και μ’ αυτή τη θεώρηση ξεπερνά τα συναισθήματα του επειδή είναι μόνο υποκειμενικά, μη αυθεντικά. Ο υποκειμενικός άνθρωπος, που ζει αντίθετα προσηλωμένος στη φαντασία και το συναίσθημα, αντιτίθεται σ’ αυτά τα πράγματα με μια ολότελα ξεχωριστή αποστροφή. Έχει τα μάτια του δυστυχισμένου εκείνου παιδιού πού δεν παρατηρούσε στα πιο όμορφα λουλούδια παρά μονάχα μικρά “μαύρα σκαθάρια”- πού τρέχανε πάνω τους και αυτή η αίσθηση και αντίληψη ερέθιζε την δράση του απ’ τα λουλούδια. Ο υποκειμενικός άνθρωπος -κάνει τα αισθήματα του το μέτρο γι αυτό πού πρέπει να είναι. Ό,τι δεν του αρέσει, ο,τι βλάπτει το υπερφυσικό ή αντιφυσικό συναίσθημα του, δεν πρέπει να υπάρχει. Ακόμα αν αυτό πού του αρέσει δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς αυτό πού τον δυσαρεστεί, — ο υποκειμενικός άνθρωπος δεν οδηγείται σύμφωνα με τούς ανιαρούς νόμους της λογικής και της φυσικής, αλλά σύμφωνα με το αυτεξούσιο της φαντασίας —, και ακριβώς γι’ αυτό το λόγο αφίνει να εξαφανιστεί κάθε πράγμα, που του είναι δυσάρεστο, για να κρατήσει αυτό που τον ευχαριστεί. Έτσι, ασφαλώς του αρέσει η αγνή, η αμόλυντη παρθένα του αρέσει βέβαια και η μητέρα, αλλά μονάχα η μητέρα που δεν υποφέρει τις αδιαθεσίες, εκείνη πού έχει ήδη το μωρό στην αγκαλιά της.
Στην ενδόμυχη ουσία του μυαλού του, της πίστης του, η παρθενία είναι καθ’ εαυτήν και γι’ αυτήν η πιο υψηλή ηθική έννοια, το κέρας της αφθονίας των υπερφυσικών συναισθημάτων και παραστάσεων του, το προσωποποιημένο συναίσθημα της τιμής και ντροπής, μπροστά στη φύση γενικά.(*2)
Αλλά ταυτόχρονα γεννιέται στο στήθος του ένα φυσικό συναίσθημα, το ευσπλαχνικό συναίσθημα της μητρικής αγάπης. Τι μπορεί να γίνει στην περίπτωση αυτή αναγκαιότητας όπου βρίσκεται η καρδιά, σ’ αυτή τη δυσαρμονία ανάμεσα σ’ ένα φυσικό συναίσθημα κι’ ένα συναίσθημα υπερφυσικό ή αντιφυσικό; Ο υπερφυσικός πρέπει να τα ενώσει και τα δύο, πρέπει να συγκεντρώσει σ’ ένα ον, ένα και ταυτόσημο, δυο ποιότητες πού αποκλείονται αμοιβαία. Τι αφθονία υπεραισθητών, γλυκών και ευχάριστων συναισθημάτων υπάρχει μέσα σ’ αυτό το συνδυασμό!
Εδώ έχουμε το κλειδί της αντίφασης του χριστιανισμού πού γι’ αυτόν, ταυτόχρονα, γάμος και αγαμία είναι άγια. Η δογματική αντίφαση της παρθενικής μητέρας ή της παρθένας μητέρας εδώ λύνεται αποτελεσματικά μόνο σαν πρακτική αντίφαση. Ωστόσο ο θαυμάσιος αυτός συνδυασμός της παρθενικότητας και της μητρότητας, πού αντιφάσκει στη φύση και τον ορθό λόγο, ενώ αντιστοιχεί καταπληκτικά στο συναίσθημα και τη φαντασία, δεν είναι προϊόν του καθολικισμού, βρίσκεται ήδη στο διφορούμενο ρόλο πού παίζει ο γάμος στη Βίβλο και συγκεκριμένα στη ν ερμηνεία απ’ τον απόστολο Παύλο. Η διδασκαλία της υπερφυσικής σύλληψης του Χριστού είναι μια ουσιαστική διδασκαλία για το χριστιανισμό, μια διδασκαλία που στηρίζεται στα ίδια θεμέλια όπου και τα υπόλοιπα θαύματα και άρθρα πίστης. Κατά τον ίδιο τρόπο πού οι χριστιανοί αγανακτούσαν απ’ το θάνατο, και που ο φιλόσοφος, ο φυσιοδίφης, ο ελεύθερος άνθρωπος και γενικά ο χειραφετημένος αναγνωρίζουν για φυσική αναγκαιότητα, και γενικά για όρια της φύσης, πού αποτελούν για τα συναισθήματα φραγμούς, αλλά για το λογικό είναι φυσικοί νόμοι και πού γι’ αυτό το λόγο τα εξαφανίζανε χάρη στη θαυματουργική δύναμη, το ίδιο έπρεπε ν’ αγανακτούν απ’ τη φυσική διεργασία της γέννησης και να την καταργούν χάρη στη δύναμη του θαύματος. Κι, έτσι η ανάσταση, και η υπερφυσική γέννηση βολεύει όλους, μπορώ να πω, τούς πιστούς γιατί η σύλληψη της Μαρίας, μη μολυσμένη απ’ το αρσενικό σπέρμα, πού αποτελεί το κύριο μέσο μετάδοσης του προπατορικού αμαρτήματος, αποτελούσε την πρώτη πράξη καθαρμού της μολυσμένης απ’ το αμάρτημα ανθρωπότητας, δηλαδή απ’ τη φύση. Μόνο επειδή ο άνθρωπος — Θεός δεν ήταν στιγματισμένος απ’ το προπατορικό αμάρτημα, μπορούσε, αυτός, ο καθαρός να καθαρίσει την ανθρωπότητα στα μάτια του Θεού πού για αυτόν η φυσική διεργασία της γέννησης είναι ένα βδέλυγμα, αφού δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά το υπερφυσικό συναίσθημα.
Ακόμα κι’ οι σκελεθρωμένοι ορθόδοξοι προτεστάντες, που είναι τόσο αυθαίρετα κριτικοί, θεωρούσαν ακόμα τη σύλληψη της παρθένου από θεία χάρη σαν ένα μεγάλο μυστήριο της πίστης, άξιο ιερού σεβασμού και ιερής κατάπληξης, υπερορθολογικό. Άλλα για τούς προτεστάντες που ανάγανε και περιόριζαν το χριστιανό μονάχα στην πίστη, αφίνοντας τον στη ζωή να είναι άνθρωπος, αυτό το μυστήριο δεν είχε πια πρακτική άλλα μονάχα δογματική σημασία. Δεν αφινόταν πια να ξεστρατίσουν απ’ την επιθυμία τους για το γάμο από τούτο το μυστήριο. Στους καθολικούς, αντίθετα, γενικά στούς παλιούς ασυμβίβαστους, στους χριστιανούς που στερόντουσαν την κριτική αίσθηση, αυτό που ήταν μυστήριο της πίστης, αποτελούσε επίσης και μυστήριο της ζωής, της ηθικής. Η καθολική ηθική είναι χριστιανική, μυστική, η προτεσταντική ηθική ήταν ήδη αρχικά ορθολογική. Η προτεσταντική ηθική είναι και ήταν ένα σαρκικό μίγμα του χριστιανού με τον άνθρωπο — με το φυσικό, πολιτικό, αστικό, κοινωνικό άνθρωπο, ή αδιάφορο ποια άλλη ονομασία θα θέλατε να του δώσουν, για να τον διακρίνουν απ’ το χριστιανό — η καθολική ηθική κρατούσε στην καρδιά της το μυστήριο τής αμόλυντης παρθενίας. Η καθολική ηθική, ήταν ουσιαστικά η mater dolorosa, ενώ η προτεσταντική ηθική, μια νοικοκυρά με σάρκα, ευλογημένη στα παιδιά της. Ό προτεσταντισμός έγινε θεμελιακά, εξαιτίας τής αντίφασης ανάμεσα στην πίστη και τη ζωή, η πηγή ή ο όρος για την ελευθερία. Ακριβώς επειδή στους προτεστάντες το μυστήριο της παρθένας από θεία χάρη δεν έχει αξία παρά μόνο στη θεωρία ή στη δογματική, αλλά όχι στη ζωή, είπαν ότι δε μπορούσαν να εκφραστούν πάνω σ’ αυτό το θέμα αποφασιστικά, επεφυλάχθησαν αρκετά: συνεπώς δε μπορούσε καθόλου να γίνει ένα αντικείμενο αφηρημένης θεώρησης. Αυτό πού το αρνιούνται πρακτικά, δεν έχει αυθεντικό θεμέλιο και αυθεντική ύπαρξη και δεν είναι παρά μια οπτασία τής φαντασίας. Γι’ αυτό το κρύβουν, το αποβάλλουν απ’ τη νόηση: τα φαντάσματα δεν αντέχουν στο φως τής ημέρας.
Ακόμα και η υστερότερη πίστη, πού εκφράστηκε άλλωστε ήδη, σ’ ένα γράμμα προς τον Άγιο Βερνάρδο, που την απορρίπτει, και πού σύμφωνα μ’ αυτήν και η Μαρία συνελήφθη χωρίς το στίγμα απ’ το προπατορικό μάρτημα, δεν είναι καθόλου «μια ιδιαίτερη γνώμη σχολής», σύμφωνα με την ορολογία κάποιου ιστορικού. Προέρχεται πολύ περισσότερο από μια φυσική συνέπεια και μια ευσεβή και ευγνώμονα διάθεση σχετικά με την μητέρα του θεού. Ό,τι γέννα ένα θαύμα, ό,τι γεννά ένα Θεό, πρέπει από μόνο του να έχει θαυματουργική θεϊκή καταγωγή και ουσία. Πώς η Μαρία θα μπορούσε να τιμηθεί να καλυφθεί απ’ το Άγιο Πνεύμα, αν πρωτύτερα, απ’ την αρχή δεν είχε καθαρθεί. Το Άγιο Πνεύμα μπορούσε να κατοικήσει σ’ ένα σώμα μολυσμένο απ’ το προπατορικό αμάρτημα; Αν δεν βρίσκετε αλλόκοτες την αρχή τού χριστιανισμού, την άγια και μυστηριακή γέννηση τού σωτήρα, τότε μη βρείτε αλλόκοτες τις απλοϊκές, αφελείς και παιδιακίστικες συνέπειες του καθολικισμού!
—-
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1)* “Αν ο Αδάμ δεν υπόκυπτε στο αμάρτημα, θ’ αγνοούσαμε όλη τη σκληρότητα των λύκων, των λιονταριών, κλπ. κλπ. και τίποτε σ’ όλη τη δημιουργία δε θαταν καταστρεπτικό ή δυσάρεστο για τον άνθρωπο… Δεν θα υπήρχαν ούτε αγκάθια, ούτε ζιζάνια, ούτε αρρώστειες… Το μέτωπο του δε θα γνώριζε ρυτίδες, τα πόδια του, τα χέρια του, κανένα του μέλος δε θα εξασθενούσε και δε θα γινόταν ανάπηρο». «Αλλά τώρα,, ύστερ’ απ’ την πτώση τα ξαίρουμε όλα και αισθανόμαστε όλοι ποια μανία έχει χωθεί στη σάρκα μας που όχι μονάχα φλογίζεται από μια καυτή και μανιασμένη επιθυμία, αλλ’ ακόμα καταλαμβάνεται από αηδία μόλις αποκτήσει αυτό πού επιθυμούσε». «Αλλά είναι το λάθος του προπατορικού αμαρτήματος πού μ’ αυτό ολόκληρο το πλάσμα είναι μολυσμένο, γι’ αυτό υποστηρίζω άτι πριν απ’ την πτώση, ο ήλιος ήταν πολύ πιο φωτεινός, το νερό πιο καθαρό και ή γη πιο πλούσια και] γόνιμη σε κάθε είδους φυτά”. ΛΟΥΘΗΡΟΣ, τ. |,
(2)* Ό πάτερ Γκίλ ήταν τόσο εξαιρετικά αγνός, ώστε δεν είχε γνωρίσει το πρόσωπο καμιάς γυναίκας, φοβόταν ακόμα και τον εαυτό του ν’ αγγίξει. Ό πάτερ Κότον είχε μια τόσο λεπτή όσφρηση, στο ζήτημα αυτό ώστε όταν τον πλησίαζαν πρόσωπα διεφθαρμένα αισθανόταν μια ανυπόφορη βρώμα. ‘Αλλά ή υπέρτατη αρχή, ή θεϊκή αρχή αυτής της ευλάβειας είναι ή παρθένα Μαρία. Από τούτο και τα ονόματα που έχει στους καθολικούς.»
_______________________________________________________
[ Σημ:για την αγγλική μετάφραση (πιό «στρωτή» και ελεύθερη)
http://www.marxists.org/reference/archive/feuerbach/works/essence/ec14.htm]
[…] ΠΗΓΗ […]
Πίνγκμπακ από Λ.Φώυερμπαχ: Το μυστήριο της ανάστασης και της υπερφυσικής γέννησης (+Λένιν:Φιλ.Τετράδια) « Soldier of fortune — 25 Απριλίου, 2011 @ 3:33 μμ